Λογικό είναι να...
ανεβαίνουν οι τόνοι και να πληθαίνουν οι αντιπαραθέσεις όσο πλησιάζουμε στην κρίσιμη μέρα της πρόωρης εκλογικής αναμέτρησης. Και δεν είναι μόνο μεταξύ των δύο βασικότερων αντιπάλων, αλλά και των υπολοίπων, μια που άσχετα με την αυξανόμενη πόλωση όλοι, λίγο ή πολύ, κάτι διεκδικούν και σε κάτι προσβλέπουν.
Άλλοι στην τρίτη θέση που θα τους καταστήσει προνομιακούς εταίρους σε μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας και άλλοι στην εξασφάλιση του 3% που θα τους κρατήσει κοινοβουλευτικά ζωντανούς.
Βομβαρδίζεται έτσι καθημερινά το εκλογικό σώμα από αιτιάσεις και επικρίσεις του ενός εναντίον του άλλου και πρωτίστως των δύο διεκδικητών της εξουσίας, αλλά ενώ υπάρχει υπερπροσφορά «ενημερωτικού» και προπαγανδιστικού υλικού σπανιότατα ο πολίτης αισθάνεται σοφότερος. Και ο λόγος είναι απλός. Και οι δύο πλευρές εύκολα εκτοξεύουν κατηγορίες εναντίον άλλων, αλλά δύσκολα απαντούν σ' αυτές που τους αφορούν.
Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί και πιθανότατα θα επιδεινωθεί όσο θα πλησιάζουμε προς την ώρα της κάλπης και τα κόμματα θα εντείνουν την προεκλογική τους προσπάθεια. Και το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι αν και ποια δυνατότητα υπάρχει ώστε να αποσαφηνιστούν ορισμένα κρίσιμα στοιχεία των προγραμματικών προεκλογικών διακηρύξεων που, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα επηρεάσουν σημαντικά τη στάση μιας μεγάλης μερίδας των ψηφοφόρων.
Δυστυχώς τέτοια προοπτική δεν διαφαίνεται. Από τη στιγμή μάλιστα που οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ηγετικών στελεχών ή και των ίδιων των ηγετών των κομμάτων έχουν περιοριστεί σε σχεδόν απελπιστικό βαθμό, ζούμε έναν προεκλογικό αγώνα που ελάχιστα αξιοποιεί τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και τη δυνατότητά τους να προσφέρουν στον πολίτη άμεση ενημέρωση και αποσαφήνιση αποριών. Κι όμως, οδεύουμε προς την κρισιμότερη μεταπολιτευτική εκλογική αναμέτρηση.