Κρίση αλά 1930 στην Ελλάδα


Η ελληνική οικονομία ...


εισήλθε σε βαθειά ύφεση μετά το 2007, όταν έσκασε η φούσκα διεθνώς.

 Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε και παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την προ κρίσης εποχή και έχει φτάσει στα επίπεδα του 2000, ενώ η μακροχρόνια ανεργία αυξάνεται, αναφέρει μεταξύ άλλων η 3μηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση της απασχόλησης στην ΕΕ.

Σύμφωνα με την έκθεση, στην Ελλάδα οι επιπτώσεις από το οικονομικό σοκ στο εισόδημα των νοικοκυριών ήταν σημαντικές. Μεταξύ του 2004 και του 2007 το εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε με ρυθμούς ψηλότερους από αυτούς της οικονομίας, ενώ στη συνέχεια οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μειώθηκαν σημαντικά από το 2010. Η Κομισιόν αναφέρει ακόμη ότι τα εισοδήματα των ασθενέστερων ομάδων είναι αυτά που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες.

Αναλυτικότερα, το πραγματικό εισόδημα στα χαμηλότερα στρώματα είναι μειωμένο κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2003, ενώ στα άλλα στρώματα του πληθυσμού οι μειώσεις είναι της τάξης των 20 ποσοστιαίων μονάδων. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι αυξήθηκαν οι ανισότητες σε σχέση με το 2010.

Το πρώτο τρίμηνο του 2014 οι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση εργάστηκαν περισσότερο στην Ελλάδα με 41,9 ώρες/εβδομάδα και ακολουθούν οι Πορτογάλοι με 41,6 ώρες οι Αυστριακοί με 41,5 ώρες, οι Γερμανοί 41,4 και οι Βρετανοί με 41,3 ώρες.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, η κατάσταση της απασχόλησης φαίνεται πως έχει σταθεροποιηθεί στην Ελλάδα, ωστόσο η μακροχρόνια ανεργία έχει φτάσει σε υψηλά ιστορικά επίπεδα στη χώρα, καθώς και στην Ισπανία, με την Επιτροπή να σημειώνει ότι είναι ανησυχητικό πως τα ποσοστά αυτά δεν μειώνονται.

Επισημαίνεται, επίσης, ότι η ανεργία των νέων κυμάνθηκε από το 10% ή και λιγότερο σε κράτη-μέλη που επηρεάστηκαν με περιορισμένο τρόπο από την επιδείνωση της αγοράς εργασίας, όπως στην Αυστρία και τη Γερμανία, και σε πάνω από το 50% του οικονομικού ενεργά πληθυσμού μεταξύ των νέων σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου η ανεργία των νέων είναι τρεις φορές υψηλότερη σε σχέση με το 2008.

Η βελτίωση στην παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε επιβράδυνση στην ΕΕ το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ως αποτέλεσμα της μειωμένης ανάπτυξης, τονίζει η Επιτροπή. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, με την Ελλάδα και την Κύπρο να εμφανίζουν μεγάλες συρρικνώσεις, ενώ στην Εσθονία παρατηρείται σημαντική αύξηση.

Σε ετήσια βάση, το δεύτερο τρίμηνο του 2014 η απασχόληση μειώθηκε κατά 1,4% στην Κύπρο, κατά 1,2% στην Εσθονία, 0,9% στην Ιταλία, 0,7% στη Φινλανδία και 0,5% στην Ελλάδα, εκτιμά η Επιτροπή, η οποία τονίζει ότι παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις το ποσοστό απασχόλησης παραμένει σε χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008 στα τρία τέταρτα των χωρών της ΕΕ.


Εξάλλου, η Ισπανία, η Κύπρος και η Ελλάδα επλήγησαν αισθητά με μειώσεις που έφτασαν το 9,8%, το 10,3% και το 14%, αντίστοιχα, μεταξύ του 2008 και του πρώτου τριμήνου του 2014. Την ίδια περίοδο η απασχόληση αυξήθηκε σημαντικά στη Γερμανία 2,0%, στην Ουγγαρία 3% και στη Μάλτα 6%.

Παραηρείται μια διαφορά 27 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του υψηλότερου ποσοστού απασχόλησης (Σουηδία με 79,8%) και του χαμηλότερου (Ελλάδα με 53,1%).

Η μακροχρόνια ανεργία φαίνεται πως σταθεροποιείται στην πλειονότητα των χωρών της ΕΕ, ωστόσο εξακολούθησε να αυξάνεται σε χώρες που ήταν υψηλή, όπως στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Κύπρο.

Σε ετήσια βάση, το πρώτο τρίμηνο του 2014 η Κύπρος εμφάνισε την υψηλότερη αύξηση με 2%, ενώ η μακροχρόνια ανεργία παραμένει σε υψηλά ιστορικά επίπεδα στην Ελλάδα, στο 19,6% και αύξηση 1,9% σε ετήσια βάση, υπογραμμίζει η Επιτροπή.

Στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα βελτιώθηκε το πρώτο τρίμηνο κατά 0,2%, μετά από μια μείωση 0,6% το προηγούμενο τρίμηνο.

Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, η Ελλάδα με -4,8% και η Κύπρος με -5,1% συνέχισαν να εμφανίζουν μεγάλες μειώσεις στις συνολικές αποδοχές ανά εργαζόμενο το δεύτερο τρίμηνο το 2014. Τέλος, το δεύτερο τρίμηνο του 2014 το μοναδιαίο κόστος εργασίας συνέχισε να μειώνεται με υψηλούς ρυθμούς στην Ελλάδα με -5% και στην Κύπρο με -4,3%, τονίζει η Επιτροπή.