Ζεστά νέα στον κρύο Χειμώνα: Πόσο φθηνότερο θα είναι φέτος το πετρέλαιο θέρμανσης


Η μείωση στον Ειδικό ...


Φόρο Κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 30%, συμπαρασύρει προς τα κάτω το κόστος και σχεδόν στο σύνολο των εναλλακτικών πηγών θέρμανσης (ξύλο, ενεργειακά τζάκια, πέλετ). Πόσο μειώνεται το κόστος

Με καλούς οιωνούς σε ό,τι αφορά το κόστος θέρμανσης μπαίνει ο φετινός χειμώνας. Η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο πετρέλαιο θέρμανσης κατά 30% μπορεί να μην προσφέρει την ανακούφιση που έχουν ανάγκη τα νοικοκυριά, αφού η τελική τιμή θα είναι φθηνότερη μόλις κατά 10-12 λεπτά το λίτρο, φαίνεται όμως ότι συμπαρασύρει προς τα κάτω σχεδόν το σύνολο των εναλλακτικών καυσίμων θέρμανσης (ξύλο, ενεργειακά τζάκια, πέλετ, ηλεκτρικά σώματα, κλιματιστικά, υγραέριο κ.λπ.) που αύξησαν σημαντικά τα μερίδιά τους τα δύο τελευταία χρόνια.

Εξαίρεση αποτελούν τα κλιματιστικά και κάθε είδους ηλεκτρικές συσκευές αφού το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος επιβαρύνθηκε τη φετινή χρονιά με έμμεσες αυξήσεις (Τέλος ΑΠΕ, τέλη Δικτύου και πολύ σύντομα κόστος ΥΚΩ).

Το φυσικό αέριο αποτελεί το κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικό καύσιμο του πετρελαίου θέρμανσης για τις περιοχές της χώρας που υπάρχει δίκτυο (Αττική, Θεσσαλία και Θεσσαλονίκη).

Η τιμή διάθεσής του για φέτος τον Οκτώβριο θα είναι στα ίδια επίπεδα τιμών με την τιμή έναρξης του Οκτωβρίου πέρυσι, δηλαδή στα 68 λεπτά η κιλοβατώρα, κατά 9 λεπτά ωστόσο χαμηλότερα από τον μέσο όρο πέρυσι.

Οι τιμές στα ξύλα εμφανίζονται αυτή την περίοδο μειωμένες κατά 10% σε σχέση με πέρυσι και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς η πορεία τους θα εξαρτηθεί από τη ζήτηση μέσα στον χειμώνα, η οποία θα αποτελέσει συνάρτηση των καιρικών συνθηκών και του βαθμού επιστροφής των καταναλωτών στο πετρέλαιο.

 Προς το παρόν πάντως οι τιμές των στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πέλετ) μετά το «ράλι» των δύο τελευταίων ετών, κινούνται προς τα κάτω με τους εμπόρους της αγοράς να καταφεύγουν σε ειδικές προσφορές για να ενισχύσουν τη ζήτηση που εμφανίζεται μειωμένη σε ποσοστό 30% σε σχέση με πέρυσι.

 Η μέση τιμή πώλησης ελληνικού ξύλου κυμαίνεται από 55- 67 ευρώ το κυβικό. Κατά 20% χαμηλότερα κυμαίνονται οι τιμές στα εισαγόμενα ξύλα που έρχονται κυρίως από τη Βουλγαρία και λαθραία.

Όσοι καταναλώσουν φέτος πετρέλαιο θέρμανσης θα το πληρώσουν στο 1,15 ευρώ το λίτρο έναντι 1,26 πέρυσι τον Απρίλιο. Για τους καταναλωτές που δικαιούνται επίδομα θέρμανσης η τιμή θα διαμορφωθεί στα 80 λεπτά το λίτρο.

 Αυτή η κατηγορία των καταναλωτών για να θερμάνει μια κατοικία 100 τ.μ. θα χρειαστεί 2.000 λίτρα πετρελαίου που θα τα πληρώσει 1.600 ευρώ, ενώ για την ίδια ποσότητα πέρυσι πλήρωσε 1.800 ευρώ, έχοντας ένα καθαρό όφελος 200 ευρώ.

 Ένας καταναλωτής που δεν δικαιούται επίδομα θέρμανσης για την αγορά 2.000 λίτρων πετρελαίου θα πληρώσει 2.300 ευρώ αντί για 2.500 ευρώ πέρυσι.

Η διαφορά ωστόσο από την περίοδο προ αύξησης του ΕΦΚ κατά 450% (2012) παραμένει σημαντική, καθώς θα πλήρωνε μόλις 1.600 ευρώ.

 Οι καταναλωτές φυσικού αερίου θα έχουν χαμηλότερη τιμή φέτος από τον μέσο όρο της χρονιάς, η εξοικονόμηση ωστόσο έναντι του πετρελαίου περιορίζεται στο 41% έναντι έναντι 42% την περσινή περίοδο, λόγω της μείωσης του ΕΦΚ στο θέρμανσης.

Καυστήρες φυσικού αερίου

Το υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) προχώρησε προχθές σε μέτρα ενίσχυσης της χρήσης του φυσικού αερίου (ΦΑ). Το πρόγραμμα που ανακοίνωσε ο υπουργός Γιάννης Μανιάτης σε συνεργασία με τις τρεις ΕΠΑ επιδοτεί το 60% του κόστους αντικατάστασης καυστήρα πετρελαίου σε καυστήρα ΦΑ.

 Ωστόσο, το μέτρο δεν μπορούν να αξιοποιήσουν καταναλωτές που μένουν σε πολυκατοικίες αφού το ΥΠΕΚΑ δεν έχει προχωρήσει ακόμη σε ρύθμιση για την κατάργηση της απαίτησης του 50% συν 1 που απαιτείται για να μπορεί κάποιος να αυτονομηθεί από το πετρέλαιο.

Η κατάργηση, σύμφωνα με την ΕΠΑ Αττικής θα έδινε διέξοδο σε εκατοντάδες νοικοκυριά που δεσμεύονται και δεν μπορούν να έχουν αυτόνομη θέρμανση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2013 τα νοικοκυριά που χρησιμοποίησαν κεντρική θέρμανση μειώθηκαν σε ποσοστό 31,3%.

 Οι οικογένειες που «άναψαν» κεντρική θέρμανση το 2013 έφτασαν τις 1.592.835 έναντι των 2.317.127 το 2012.