Εύλογο ήταν να κυριαρχήσει στη...
χθεσινή πολιτική αντιπαράθεση η νέα περιπέτεια της Αργεντινής.
Όταν επί τέσσερα χρόνια ζούμε με την απειλή να υποστούμε κάποια στιγμή όσα και ο λαός της και όταν επανειλημμένα ο πολιτικός διάλογος έχει κινηθεί γύρω από τον παραλογισμό αν η Αργεντινή είναι παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή, λογικό ήταν ν' ακουστούν όσα από τη μία και την άλλη πλευρά υποστηρίχθηκαν.
Αλλά η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει επιτέλους να το καταλάβουν όλοι όσοι άμεσα ή έμμεσα και επίσημα ή ανεπίσημα εμπλέκονται στον σχετικό διάλογο. Διότι εκείνο που προέχει είναι να βρούμε τις καλύτερες λύσεις για τα προβλήματά μας και όχι ν' αναλωνόμαστε σε ανούσιες συγκρίσεις και παρομοιώσεις.
Κι αυτό γιατί η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή. Και η βασικότερη διαφορά δεν είναι ποιος χρωστούσε περισσότερα ή λιγότερα, ούτε και ποιος διαχειρίστηκε καλύτερα ή χειρότερα το πρόβλημά του. Η κρίσιμη και καθοριστική διαφορά είναι πως η Αργεντινή υποχρεώθηκε ν' αντιμετωπίσει μόνη το πρόβλημα, ενώ η Ελλάδα είχε, έχει και θα συνεχίσει, εφόσον το θέλει, να έχει φίλους και συμπαραστάτες της τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να γίνει η Ελλάδα Αργεντινή, θα πρέπει να στερηθεί αυτό το πλεονέκτημα. Θα πρέπει ν' απολέσει τη στήριξη λαών που, για παράδειγμα, τη δάνεισαν και τη δανείζουν με μικρότερο επιτόκιο από εκείνο με το οποίο δανείζονται τα χρήματα που της δίνουν.
Και που δεν πιέζουν ασφυκτικά να τα επιστρέψει, αλλά αναζητούν τρόπους να ελαφρύνουν το βάρος που αναπόφευκτα θα σηκώνει.
Λάθη έχουν γίνει, αδυναμίες υπάρχουν, ατέλειες έχουν διαπιστωθεί, αλλά τίποτα απ' αυτά δεν κάνει την Ελλάδα Αργεντινή. Και κανένας δεν δικαιούται να επιδιώξει να την κάνει.