Αυξήσεις της τάξης του 11% για τους...
οικιακούς πελάτες με κατανάλωση έως 800 κιλοβατώρες το τετράμηνο και μειώσεις έως 3,4 % στα τιμολόγια της ΔΕΗ για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και για την ηλεκτροδότηση κοινόχρηστων χώρων ισχύουν από 25 Ιουλίου 2014.
Τα οικιακά τιμολόγια για όσους έχουν κατανάλωση μεγαλύτερη από 800 κιλοβατώρες, το νυχτερινό τιμολόγιο όπως και το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο παραμένουν αμετάβλητα, ενώ όσοι έχουν κατανάλωση μέχρι 800 κιλοβατώρες μπορούν, αν δεν το έχουν ήδη κάνει και εφόσον πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις, να ενταχθούν στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο.
Τις αλλαγές στις χρεώσεις ανακοίνωσε σήμερα η ΔΕΗ, σε εφαρμογή της πολιτικής για εξάλειψη των σταυροειδών επιδοτήσεων στα τιμολόγια. Δηλαδή της επιβάρυνσης μιας κατηγορίας καταναλωτών σε όφελος μιας άλλης που ουσιαστικά επιδοτείται.
Αναλυτικότερα:
Οι αυξήσεις στο οικιακό τιμολόγιο αφορούν περίπου 2.160.000 παροχές, κυρίως εξοχικές και δεύτερες κατοικίες όπου η κατανάλωση είναι χαμηλή (μέχρι 800 κιλοβατώρες το τετράμηνο).
Η αύξηση επέρχεται με την κατάργηση του πρώτου κλιμακίου (0- 800 κιλοβατώρες) στα τιμολόγια της ΔΕΗ και την ενσωμάτωσή του στην επόμενη κλίμακα χρέωσης.
Η μεσοσταθμική αύξηση στο σύνολο του λογαριασμού (μαζί με τις χρεώσεις για δίκτυα, φόρους κλπ) διαμορφώνεται στο 11,1% ενώ ποσοτικά αντιστοιχεί σε 1,9 ευρώ/μήνα για κατανάλωση 400 kWh το τετράμηνο, και 3,8 ευρώ/μήνα για κατανάλωση 800 kWh το τετράμηνο.
Οι μειώσεις θα ισχύσουν στα τιμολόγια περίπου 1,4 εκατομμύρια μικρομεσαίων επιχειρήσεων (γραφεία, μικρά εμπορικά καταστήματα, φούρνοι, εργαστήρια, μικρές βιοτεχνίες, συνεργεία, επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, κτίρια γραφείων, μεγάλα καταστήματα, μεσαίου μεγέθους βιοτεχνίες, λοιπές παραγωγικές μονάδες κλπ) καθώς και στους κοινόχρηστους χώρους.
Στο επαγγελματικό τιμολόγιο Γ21, (Γραφεία, καταστήματα, κοινόχρηστα, εργαστήρια, μικρές βιοτεχνίες, συνεργεία, κλπ), η μεσοσταθμική μείωση είναι 3,4% στο σύνολο του λογαριασμού. Ενδεικτικά, για εμπορικό πελάτη με κατανάλωση 2.000 kWh το τετράμηνο, η μείωση στο σύνολο του λογαριασμού ανέρχεται σε περίπου 3,7 ευρώ/μήνα.
Στο επαγγελματικό τιμολόγιο Γ22 (Κτίρια γραφείων, μεγάλα καταστήματα, μεσαίες βιομηχανίες κλπ), η μεσοσταθμική μείωση είναι 1% στο σύνολο του λογαριασμού. Για εμπορικό πελάτη με τριφασική παροχή και μηνιαία κατανάλωση 7.000 kWh, η μείωση στο σύνολο του λογαριασμού ανέρχεται σε περίπου 11,6 ευρώ/μήνα.
Στο επαγγελματικό τιμολόγιο Γ23 (με νυχτερινή κατανάλωση), η μεσοσταθμική μείωση είναι 2,2% στο σύνολο του λογαριασμού. Για εμπορικό πελάτη με μονοφασική παροχή και κατανάλωση το τετράμηνο 2.750 kWh την ημέρα και 2.250 kWh τη νύχτα, η μείωση στο σύνολο του λογαριασμού ανέρχεται σε περίπου 6 ευρώ/ μήνα.
Στο σκέλος της ενέργειας (δεδομένου ότι οι λοιπές χρεώσεις για δίκτυα, φόρους, κλπ παραμένουν στα ίδια επίπεδα) η αύξηση στο οικιακό τιμολόγιο κλιμακώνεται μέχρι 20% ενώ στα επαγγελματικά οι μειώσεις φθάνουν στο 6%. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούνιο αυξήθηκαν οι χρεώσεις για τα δίκτυα (0,5- 0,8% μεσοσταθμικά για τα νοικοκυριά) ενώ εκκρεμεί η απόφαση για αύξηση των χρεώσεων για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας. Αντίθετα «παγώνει» για το δεύτερο εξάμηνο του 2014 η χρέωση για τις ανανεώσιμες πηγές ερνέργειας («ΕΤΜΕΑΡ»).
Όσοι έχουν κατανάλωση μικρότερη από 800 κιλοβατώρες στην πρώτη τους κατοικία καλούνται να υποβάλουν αίτηση στο Διαχειριστή του Δικτύου (www.deddie.gr) ή να καλέσουν στο 11770 εφόσον είναι πελάτες της ΔΕΗ, προκειμένου να εξεταστεί εάν πληρούν τους όρους ένταξης στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο.
Στο ΚΟΤ έχουν ήδη ενταχθεί 565.000 καταναλωτές (άτομα με χαμηλό εισόδημα, γονείς με τρία προστατευόμενα τέκνα, άνεργοι, άτομα με αναπηρία, άτομα που χρήζουν μηχανικής υποστήριξης, πολύτεκνοι) και με την πρόσφατη διεύρυνσή του ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί.
Η ΔΕΗ σημειώνει σε σχετική ανακοίνωση ότι:
- Η ίδια δεν θα έχει κανένα οικονομικό όφελος ή απώλεια από τον εξορθολογισμό των τιμολογίων, καθώς οι αναπροσαρμογές οδηγούν σε ουδέτερο αποτέλεσμα. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η ΔΕΗ θα ανακοινώσει και νέα εμπορικά κίνητρα προς τους καταναλωτές.
- Το κόστος της ενέργειας στην Ελλάδα παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.