Ντεϊσελμπλούμ: «Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εκτιμηθεί μετά το καλοκαίρι»


Τη θέση πως μετά το καλοκαίρι θα ...



γίνουν νέες εκτιμήσεις, ως προς το εάν η Ελλάδα θα χρειασθεί ένα τρίτο πακέτο στήριξης ή μια νέα διαγραφή χρέους, διατυπώνει ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντεϊισελμπλούμ, σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ».

Οι νέες αυτές εκτιμήσεις θα εξαρτηθούν, όπως προσθέτει, από τη δοκιμασία αντοχής των τραπεζών που θα απαντήσει στο ερώτημα εάν οι τράπεζες θα χρειασθούν τους πόρους που έχουν προβλεφθεί γι’ αυτές στο πακέτο βοήθειας, «κάτι που αποτελεί και το μεγάλο ερωτηματικό», οπότε και θα γίνει γνωστό πόσα χρήματα υπάρχουν ακόμη και ποια είναι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

Σχολιάζοντας την άποψη ότι με λιγότερο αυστηρά μέτρα λιτότητας θα μπορούσε να αποφευχθεί μια υποτροπή σε ύφεση και ίσως η επιδείνωση του προϋπολογισμού, ο κ. Ντεϊσελμπλούμ επισημαίνει πως η Ελλάδα και άλλες χώρες είχαν σχεδόν χρεοκοπήσει και για αυτό εξαναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη λιτότητα.

Διευκρινίζει δε, πως όταν δεν υπάρχει πλέον αξιοπιστία και δεν χορηγούνται δάνεια, τότε δεν υπάρχει άλλη επιλογή και γι’ αυτό έπρεπε να δημιουργηθούν μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης και ασπίδες σωτηρίας για να διασωθούν χώρες από τη χρεοκοπία και μέρος αυτής της στρατηγικής ήταν ότι οι χώρες θα πρέπει να κάνουν τα πάντα για να φέρουν σε τάξη τους προϋπολογισμούς τους.

Στο ερώτημα εάν είναι υψηλό το τίμημα των πακέτων λιτότητας σε χώρες της ευρωζώνης, απαντά πως υπάρχει ένα υψηλό τίμημα, ωστόσο η αιτία δεν είναι η λιτότητα αλλά η κρίση η οποία εξανάγκασε σε λιτότητα και σε αυτό συνέβαλαν φτηνά δάνεια, «φούσκες» ακινήτων, απώλεια ανταγωνιστικότητας, υψηλό χρέος και κακή πολιτική.

Ο ίδιος θεωρεί πως «η Ευρώπη ψώνισε βερεσέ», παίρνοντας πολλά χρήματα που ξόδεψε άσχημα και μια απλή ανάλυση θα οδηγούσε στη διαπίστωση πως τα προβλήματα είναι αποτέλεσμα της λιτότητας, ωστόσο μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λιτότητα ήταν αναπόφευκτη εξαιτίας των λανθασμένων εξελίξεων τα προηγούμενα χρόνια.

Στη συνέντευξή του στην «Ντερ Στάνταρντ», ο επικεφαλής του Eurogroup αναφερόμενος στον μελλοντικό πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σημειώνει πως η χώρα του, η Ολλανδία, είναι αυστηρά ουδέτερη στο θέμα αυτό, θεωρώντας πως θα πρέπει αρχικά να συζητηθούν οι προτεραιότητες της Επιτροπής για τα επόμενα χρόνια και κατόπιν οι υποψηφιότητες.

Ο ίδιος αρνείται να σχολιάσει το εάν παραπλανήθηκαν στο θέμα αυτό οι ψηφοφόροι στις πρόσφατες ευρωεκλογές, καθώς, όπως λέει, δεν γνωρίζει εάν πραγματικά οι περισσότεροι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες στις ευρωεκλογές για να ψηφίσουν τον επικεφαλής της Επιτροπής ή να ψηφίσουν για το μέλλον της Ευρώπης, τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη, ή έχοντας δικά τους κίνητρα.