Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ...
ελληνικό, αλλά αφορά και όλη την Ευρώπη με εξαίρεση τις βόρειες χώρες (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία και Φινλανδία) όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρούν τη μαζικότητά τους.
Στη Γαλλία μάλιστα οι μετέχοντες στις συνδικαλιστικές ενώσεις μόλις που αγγίζουν το 9%. Είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά.
Στην Ελλάδα μάς έχει δοθεί επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια η ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι η συνδικαλιστική δραστηριότητα χωλαίνει σε ανεπίτρεπτο βαθμό και αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των καιρών.
Και όχι αδικαιολόγητα.
Ο ισχύων νόμος είναι του 1982 και είχε να ρυθμίσει μια κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τη σημερινή. Είναι άλλο η διεκδίκηση μεγαλύτερου κομματιού από μια συνεχώς διευρυνόμενη «πίτα» και τελείως άλλο η προστασία των θέσεων εργασίας και η άμβλυνση των επιπτώσεων μια πολύχρονης ύφεσης.
Το παλιό μοντέλο του κομματικού συνδικαλισμού και του βολεμένου συνδικαλιστή δεν αντέχει άλλο. Ούτε και αποτελούν λύση οι άσκοπες και αναποτελεσματικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Κάποτε μια πανελλαδική απεργία αποτελούσε πολιτικό και οικονομικό γεγονός μείζονος σημασίας, σήμερα φτάσαμε στο σημείο να κηρύσσεται μία τον μήνα και οι απεργούντες να είναι μια θλιβερή μειοψηφία.
Ορθά σχεδιάζει η κυβέρνηση την αλλαγή της νομοθεσίας μέσα στον χρόνο. Και καλό θα είναι να συμπορευτεί το νέο νομοθετικό πλαίσιο με το υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό. Οι αδυναμίες θα πρέπει να εκλείψουν. Δεν νοείται να ελέγχουν τη συνδικαλιστική δράση σε οποιονδήποτε χώρο οι όποιες δραστήριες μειοψηφίες. Οι πλειοψηφίες, και μόνο αυτές, πρέπει να αποφασίζουν.
Και η νέα συνδικαλιστική γενιά θα πρέπει να διαθέτει την ικανότητα να διαχειρίζεται προβλήματα με γνώση, διάλογο, αποφασιστικότητα και ρεαλισμό. Η προσέγγιση και η αμοιβαία κατανόηση αποδίδουν περισσότερα από την άσκοπη ρήξη.