Γράφει ο Σωτήρης Ξενάκης
Η κυρία Ρεπούση εξελέγη βουλευτής πέρσι τον Μάιο με την ψήφο 1.629 πολιτών της Α’ Πειραιά και επανεξελέγη με λίστα έναν μήνα αργότερα.
Λόγος ασφαλώς δεν μου πέφτει για την επιλογή των συγκεκριμένων ανθρώπων, που προφανώς επικροτούν τις απόψεις της και επιθυμούν να τους εκπροσωπεί στη Βουλή.
Αλλωστε, στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες όλες οι θέσεις που είναι μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων μπορούν και πρέπει να ακούγονται ελεύθερα. Και φυσικά το ίδιο ακριβώς ισχύει για τις αντιδράσεις που προκαλούν.
Προσωπικά, ανήκω σε αυτούς που η κυρία Ρεπούση έχει ενοχλήσει πολύ με τις κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις της, είτε για τον «συνωστισμό» του 1922 είτε για τον χορό του Ζαλόγγου, είτε για τα μαθήματα των Θρησκευτικών και των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία.
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορώ να συμμεριστώ ακραίες, υβριστικές και ισοπεδωτικές αντιδράσεις, ούτε να δεχθώ θεωρίες που οδηγούν στη φίμωση φωνών με τις οποίες μπορεί να μην είμαι σύμφωνος.
Η απορία ωστόσο που είχα και έχω σχετικά με την κυρία Ρεπούση δεν έχει λυθεί ως τώρα: Γιατί άραγε η βουλευτής της ΔΗΜ.ΑΡ. και καθηγήτρια Πανεπιστημίου επιμένει κάθε τρεις και λίγο να πατά τον κάλο εκατομμυρίων ανθρώπων εκφράζοντας μονοθεματικά απόψεις που ξέρει εκ των προτέρων ότι θα προκαλέσουν οργισμένες αντιδράσεις;
Γιατί κάθε της δημόσια παρέμβαση είναι μια «πρόκληση» απέναντι σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας; Προς τι αυτός ο χοντροκομμένος τρόπος με τον οποίο διατυπώνει τις θέσεις της; Προς τι οι εμμονές της να προβάλλει θέσεις για να έρθει απέναντι σε δήθεν στερεότυπα, αμφισβητώντας όμως στην ουσία στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα με τη διαχρονική πορεία αυτού του έθνους, όπως η θρησκεία και η γλώσσα; Κι όπως οι αγώνες για την ελευθερία;
Το κάνει άραγε επειδή της αρέσει να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας; Επιθυμεί να ταράζει τα νερά και να γίνεται «πρόσωπο της ημέρας»; Μήπως είναι κάτι πιο σοβαρό από αυτά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι;
Ο,τι κι αν ισχύει στην περίπτωση της κυρίας Ρεπούση, ένα είναι βέβαιο: Η δημοσκοπική συρρίκνωση του κόμματός της, όπως προκύπτει και από τις τελευταίες έρευνες που είδαν το φως της δημοσιότητας, οφείλεται σε έναν σημαντικό βαθμό και σε αυτήν.
Οσο η υπεύθυνη Παιδείας της ΔΗΜ.ΑΡ. συνεχίζει την προκλητική της τακτική με την ανοχή του κ. Φώτη Κουβέλη και των υπολοίπων στελεχών του κόμματος, τόσο περισσότερο θα μεγαλώνει η αποσυσπείρωση του συγκεκριμένου χώρου.
Αν δεν το κατανοούν οι ίδιοι τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς, αλλά και για τη χώρα, που ασφαλώς σε αυτούς τους καιρούς χρειάζεται μια Αριστερά της σύνεσης και της μετριοπάθειας. Οχι μια Αριστερά της εξαλλοσύνης και της μισαλλοδοξίας, όπως προφανώς επιθυμεί η κυρία Ρεπούση…