Οι οικονομικές επιπτώσεις της γερμανικής επανένωσης


Του Ιωάννη Παπαδόπουλου *
Πριν από τριάντα χρόνια, στις ...

9 Νοεμβρίου 1989, συνέβη ένα απ’ τα πιο ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα για τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον κόσμο: η πτώση του Τείχους του Βερολίνου. 
Όπως είναι γνωστό, αυτό το γεγονός άλλαξε την όψη και την πορεία της Ιστορίας. 
Στο σημερινό άρθρο θα επιχειρήσω έναν σύντομο απολογισμό των οικονομικών συνεπειών της πτώσης του Τείχους για τη Γερμανία. Οι άμεσες συνέπειες ήρθαν ως αποτέλεσμα μιας κατ’ εξοχήν λαϊκιστικής πράξης, που ήταν η απόφαση του τότε καγκελάριου της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Κολ να εξισωθεί η αξία του νομίσματος της Ανατολικής Γερμανίας με το Deutsche Mark (η περίφημη ισοτιμία 1 προς 1).
Η απόφαση αυτή του καγκελαρίου ανακοινώθηκε την 1η Ιουλίου 1990, λίγους μήνες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και λίγους μήνες πριν από τη συνταγματική επανένωση στις 3 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. 
Ο Κολ έλαβε αυτήν την απόφαση με καθαρά πολιτικά κριτήρια προκειμένου να δώσει στους Ossis (Ανατολικογερμανούς) την εντύπωση ότι θα διατηρηθεί η αγοραστική τους δύναμη, ότι θα είναι συμβολικά ίσοι πολίτες με τους Δυτικογερμανούς και ότι «σε τρία με τέσσερα χρόνια οι πέντε περιφέρειες της τέως Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας θα έχουν μετατραπεί σε ανθισμένα τοπία», σύμφωνα με τη λυρική έκφραση του καγκελάριου. 
Αυτή ωστόσο η απόφαση έφερε εν μια νυκτί την καταστροφή της ανατολικογερμανικής βιομηχανίας, η οποία ασφαλώς ήταν γερασμένη, με ξεπερασμένες υποδομές και χαμηλής αποδοτικότητας.                        Απ’ τη μια μέρα στην άλλη, τα αγαθά που κατασκευάζονταν στην Ανατολική Γερμανία ανατιμήθηκαν και έπρεπε να πληρωθούν σε σκληρό δυτικό νόμισμα, συνεπώς έγιναν απρόσιτα για τους αγοραστές από τις πρώην ανατολικές χώρες, ενώ ήταν φυσικά αδύνατον να ανταγωνιστούν τα πολύ πιο ποιοτικά προϊόντα των δυτικογερμανικών βιομηχανιών στην εσωτερική αγορά της Γερμανίας. 
Η ισοτιμία 1 προς 1 έφερε αυτομάτως την καταστροφή της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, τη μαζική μετανάστευση των Ossis στη Δυτική Γερμανία, τη δημογραφική παρακμή και τη βιομηχανική ερημοποίηση. 
Η έξοδος των Ossis έλαβε γιγαντιαίες διαστάσεις: η Ανατολική Γερμανία πέρασε από 10 σε 6,5 εκατομμύρια απασχολούμενων μέσα σε τριάντα χρόνια, ενώ η μεταποίηση δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ, καθώς έπεσε στο ένα τρίτο του επιπέδου του 1988.
Ο Κολ έλαβε αυτήν την απόφαση ως λαϊκιστής, παραγνωρίζοντας τις συμβουλές των οικονομολόγων της ίδιας της σεβάσμιας Bundesbank και απαντώντας ανοιχτά στους επικριτές του: «Εγώ είμαι πολιτικός και παίρνω πολιτικές αποφάσεις. 
Εσείς είστε οικονομολόγοι, θα βρείτε κάποια λύση». Όμως την 1η Ιουλίου 1990 δεν έγινε απλώς μια νομισματική επανάσταση. Εκείνη την ημέρα, τα 432 θηριώδη kombinat της DDR μεταβιβάστηκαν στον δημόσιο οργανισμό αποκρατικοποιήσεων Treuhandanstalt, ανοίγοντας τον δρόμο για το μεγαλύτερο πείραμα «θεραπείας σοκ» στη σύγχρονη Ιστορία. 
Η Treuhand άρχισε να διαλύει αυτές τις οριζόντια και κάθετα ολοκληρωμένες επιχειρήσεις με ταχύτατους ρυθμούς, κατακερματίζοντάς τες σε 12.000 επιχειρήσεις προκειμένου να πωληθούν ευκολότερα.
Μέχρι το τέλος της λειτουργίας της το 1994, η Treuhand ιδιωτικοποίησε 7.853 επιχειρήσεις (με ρυθμό περίπου 5 ιδιωτικοποιήσεις/ημέρα), ενώ έθεσε σε εκκαθάριση και έκλεισε 3.713. Όμως και οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κάνουν μαζικές απολύσεις προκειμένου να σταθούν στο έντονα ανταγωνιστικό καπιταλιστικό περιβάλλον. 
Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με την έντονη απροσδιοριστία λόγω της επικείμενης αλλαγής ιδιοκτησιακού και λειτουργικού καθεστώτος των ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων, έφεραν την κατάρρευση της βιομηχανικής δραστηριότητας στην Ανατολική Γερμανία, η οποία έπεσε μέσα σε λίγα χρόνια στο 20% του επιπέδου του 1988.
Παράλληλα, άνοιξε ένας χορός δισεκατομμυρίων σε επιχορηγήσεις της Γερμανίας και της Ε.Ε., οι οποίες όμως δεν στάθηκε δυνατόν να αναχαιτίσουν τη φτώχεια, την ανεργία και τη σταδιακή ανάδειξη της Ακροδεξιάς σε υπολογίσιμο πολιτικό παράγοντα. Βεβαίως, αν δει κανείς ψυχρά τα σημερινά νούμερα, τα πράγματα δεν είναι πια και τόσο άσχημα για την Ανατολική Γερμανία. 
Κατ’ αρχήν, το βιοτικό επίπεδο έχει αναμφισβήτητα ανεβεί σε σχέση με το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού, καθώς το 1991 το ΑΕΠ κατά κεφαλήν της Ανατολικής Γερμανίας ήταν κατά 66% χαμηλότερο αυτού της Δυτικής Γερμανίας, ενώ σήμερα η ψαλίδα έχει κλείσει στο 21%, μη λογαριάζοντας τις άμεσες μεταβιβάσεις του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού προς τα ανατολικογερμανικά κρατίδια. 
Επίσης, η ανεργία έχει μειωθεί, από το υψηλό του 18% μέχρι το 2006, στο 6,5% του ανθρώπινου δυναμικού - το οποίο, βέβαια, πάλι είναι υψηλότερο του 4,7% των δυτικογερμανικών κρατιδίων.
Οι δε μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν τελευταία πως ένα ποσοστό περίπου 70% των Ανατολικογερμανών θεωρεί ότι είναι «κερδισμένοι» απ’ την επανένωση. Τέλος, το 2018 ήταν η πρώτη χρονιά με θετικό πληθυσμιακό ισοζύγιο για την περιοχή. 
Ωστόσο, αυτή η εικόνα μετριάζεται αν εμβαθύνουμε σε άλλα μακροοικονομικά μεγέθη: η παραγωγικότητα και οι μισθοί παραμένουν σαφώς χαμηλότεροι στα ανατολικά, ενώ οι θέσεις εργασίας είναι γενικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς οι περισσότεροι επιχειρηματικοί όμιλοι είναι εγκατεστημένοι και έχουν κρατήσει τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης στη Δυτική Γερμανία. 
Μεγάλες περιοχές στο Βρανδεμβούργο και τη Δυτική Πομερανία έχουν παραμείνει βιομηχανικές έρημοι. Δεν αποτελεί ασφαλώς σύμπτωση ότι εκεί βρίσκονται τα προπύργια της γερμανικής Άκρας Δεξιάς. Η οικονομική μετάβαση της Ανατολικής Γερμανίας, όπως έγινε, αποτελεί σαφώς ένα παράδειγμα των δεινών του πολιτικού λαϊκισμού. 
Κατά τα άλλα, η Γερμανία έχει έκτοτε αναλάβει εργολαβικά τον ρόλο του απηνούς διώκτη του... οικονομικού λαϊκισμού στην Ε.Ε. και ιδίως στις χώρες του Νότου. Και η ζωή συνεχίζεται.
Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής
καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.