Το φετινό καλοκαίρι έφερε το ...
πρώτο κύμα ενός στόλου σκαφών αναψυχής που επιδοτήθηκε γενναία από κοινοτικούς πόρους.
Πρόκειται για απότοκο μιας έντονα αμφιλεγόμενης πολιτικής επιλογής της προηγούμενης κυβέρνησης, να ενταχθούν δηλαδή τέτοιες δράσεις σε επιδοτούμενα προγράμματα και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης.
Και αυτό διότι υπολογίζεται πως διοχετεύτηκαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε μια δράση που αφορά την αγορά ιστιοπλοϊκών που ναυπηγούνται σε ξένες χώρες οπότε δεν αφήνουν εδώ προστιθέμενη αξία, που αποδίδουν ελάχιστα δημοσιονομικά, αφού τα επαγγελματικά σκάφη έχουν ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, και στην οποία δράση τα κεφάλαια δόθηκαν χωρίς διασφαλίσεις για πραγματική αύξηση της απασχόλησης.
Πόσο μάλλον που πληθαίνουν εσχάτως οι πληροφορίες και για «σκιές στον τρόπο αξιολόγησης των υποψηφίων» και για «ευνοϊκή μεταχείριση ημετέρων».
Φέτος, λοιπόν, υπολογίζεται πως περισσότερα από 100 μεγάλα σκάφη, ως επί το πλείστον catamaran, προστέθηκαν στον ελληνικό στόλο επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, ενώ άλλα τόσα και περισσότερα αναμένονται το επόμενο διάστημα, λόγω του προγράμματος του ΕΣΠΑ «Ενίσχυση της ίδρυσης και λειτουργίας νέων τουριστικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων» που «έτρεξε» τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και του τρόπου με τον οποίο έγινε ο σχεδιασμός και η διαχείρισή του.
Ένας ολόκληρος στόλος που αποκτήθηκε μισοτιμής λόγω κοινοτικών πόρων, που κάποιοι έκριναν πως έπρεπε να διοχετευθούν εκεί.
Πέρα όμως από τη χαρακτηριζόμενη από οικονομολόγους «άστοχη» χρήση των κοινοτικών πόρων και τη διαχείρισή τους, διατυπώνονται και κατηγορίες για στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Ύποπτα κρούσματα
Με χρηματοδότηση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ από αυτό το πρόγραμμα, εκατοντάδες ιδιώτες, που σύμφωνα με πηγές της αγοράς δεν ανήκουν στον χώρο, έλαβαν επιδότηση έως και 50% για την αγορά μεγάλων σκαφών, κυρίως ιστιοπλοϊκών και catamaran, αξίας έως και 400.000 ευρώ.
Το φετινό καλοκαίρι παραδόθηκαν πολλά εξ αυτών που παραγγέλθηκαν τα προηγούμενα χρόνια ενώ του χρόνου οι παραδόσεις υπολογίζεται πως θα αυξηθούν.
Πηγές της αγοράς αφήνουν να εννοηθεί ότι ορισμένοι από αυτούς που έλαβαν επιδότηση δεν αξιολογήθηκαν ορθολογικά και αξιοκρατικά. «Δεν είναι δυνατόν καταξιωμένοι επαγγελματίες να έμειναν εκτός και να επιλέχτηκαν προτάσεις νέων επιχειρήσεων που συνδέονται με άσχετα συμφέροντα που ουδέποτε ασχολήθηκαν με τον θαλάσσιο τουρισμό», ισχυρίζεται μιλώντας στην «Κ» αντιπρόσωπος ξένης εταιρείας πώλησης σκαφών αναψυχής, που σε κάθε περίπτωση ευνοήθηκε από το πρόγραμμα αφού αύξησε τις πωλήσεις της.
Αλλά, όπως δυστυχώς ακούγεται διαχρονικά για τα κοινοτικά προγράμματα, έτσι και γι’ αυτό διατυπώθηκαν ερωτήματα και για τις διασφαλίσεις περί του αδιαβλήτου. Ενας νέος επιχειρηματίας, που κατάφερε και επιλέχτηκε, με τον οποίο συνομίλησε η «Κ», αναφέρει πως η διαδικαστική ηλεκτρονική αλληλογραφία που προηγήθηκε της απόφασης, αντί να αποστέλλεται στη δική του ηλεκτρονική διεύθυνση στελνόταν σε άλλο λανθασμένο email, με χαρακτήρα διαφορετικό που μπορούσε να δικαιολογηθεί ως «ανθρώπινο λάθος», με αποτέλεσμα να μην ενημερώνεται εγκαίρως σε διαφορά στάδια της διαδικασίας και να κινδυνεύει να αποκλειστεί λόγω μη έγκαιρης συμμόρφωσης με τα ζητούμενα.
Ο ίδιος ισχυρίζεται πως γνωρίζει και άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Άλλη πηγή αναφέρει πως ένα μεγάλο μέρος των αιτήσεων που έγιναν και εγκρίθηκαν προωθήθηκε με τη διαμεσολάβηση, ως διεκπεραιωτή, φυσικού πρόσωπου που στο πρόσφατο παρελθόν ήταν αξιολογητής άλλων προγραμμάτων «και ήξερε πρόσωπα και πράγματα».
Πολλοί ισχυρίζονται πως κάποιοι από εκείνους που μπήκαν στο πρόγραμμα, και έλαβαν έως και 200.000 ευρώ επιδότηση, αγόρασαν τα σκάφη για προσωπική χρήση και απλώς τα δήλωσαν ως επαγγελματικά για φορολογικούς λόγους όπως, βέβαια, και για να λάβουν τη χρηματοδότηση.
Εξάλλου, η υποχρέωση ναύλωσης αυτών των σκαφών κρίνεται ιδιαίτερα περιορισμένη σε διάρκεια κατ’ έτος και ούτως ευνοεί τέτοιες περιπτώσεις, αναφέρουν μικρομεσαίοι επιχειρηματίες του γιότινγκ, που ανησυχούν πως πλέον θα πρέπει να παλεύουν με ανταγωνιστές κάποιους που νοικιάζουν «όσο όσο» τα σκάφη, με την οικονομική άνεση που τους προσφέρει η αγορά σκάφους μισοτιμής, μόνο και μόνο για να είναι νόμιμοι.
Ο αριθμός των σκαφών που παραγγέλθηκαν με χρηματοδότηση από το εν λόγω πρόγραμμα δεν είναι αμελητέος. Πηγές της αγοράς πώλησης ιστιοπλοϊκών μιλούν για πολύ περισσότερα από 200 σκάφη ή αριθμό που προσεγγίζει σχεδόν το 10% των ενεργών επαγγελματικών ιστιοπλοϊκών σκαφών.
Ένας ολόκληρος νέος στόλος που πέφτει στο νερό μέσα σε διάστημα 12-18 μηνών. Είναι χαρακτηριστικό πως άλλη πηγή σημειώνει στην «Κ» ότι «ναυπηγεία ιστιοπλοϊκών σε Γαλλία και Ιταλία έμοιαζαν φέτος να δουλεύουν αποκλειστικά για τους Ελληνες, για να ολοκληρώσουν τις παραγγελίες που πήραν».
Ο προϋπολογισμός του προγράμματος, μετά τη μεγάλη ζήτηση και εν μέσω προσπάθειας απορρόφησης ανεκμετάλλευτων κοινοτικών πόρων, αυξήθηκε σημαντικά.
Ένα μέρος του, βέβαια, κατευθύνθηκε στη στεριά και σε μικρές ξενοδοχειακές ή άλλες σχετιζόμενες με τον τουρισμό επιχειρήσεις. Όμως ένα σημαντικό ποσοστό των κονδυλίων «έπεσε» στα επαγγελματικά σκάφη αναψυχής.
«Δηλαδή, σε περίοδο κρίσης οι παραγωγικοί δυνητικά αυτοί πόροι για την ελληνική οικονομία αντί να διοχετευθούν σε στοχευμένες για την ανάταξη της ανάπτυξης δράσεις, χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά σκαφών που κάποιοι θα τα χρησιμοποιήσουν κυρίως ως ιδιωτικά και εντέλει χωρίς οφέλη για την ευρύτερη οικονομία», σχολιάζει μιλώντας στην «Κ» οικονομολόγος που ερωτήθηκε σχετικά.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η επιδότηση του προγράμματος, που έληξε πέρυσι και ήταν από 25.000 έως 400.000 ευρώ ανά επιχείρηση, χρηματοδοτούσε το 45% των επιλέξιμων δαπανών για αγορά επαγγελματικού σκάφους, αλλά στην περίπτωση πρόσληψης νέου προσωπικού για τουλάχιστον 0,2 ΕΜΕ (ετήσια μονάδα εργασίας που ισούται με ένα έτος μισθωτής εργασίας) το ποσοστό χρηματοδότησης ανέβαινε στο 50%. Αλλά 0,2 ΕΜΕ είναι μόλις δυόμισι μήνες. Το πρόγραμμα κρίνεται δηλαδή και για τη χαμηλή τοποθέτηση στον πήχυ δημιουργίας απασχόλησης.
Ο προϋπολογισμός του προγράμματος, όπως αυξήθηκε τελικά, άγγιξε τα 240 εκατομμύρια, εκ των οποίων υπολογίζεται πως το ένα πέμπτο χρησιμοποιήθηκε για την αγορά επαγγελματικών σκαφών αναψυχής.
Αλλά παράπονα ακούγονται και από τον ανταγωνισμό: Με τόσο υψηλό ποσοστό επιδότησης, οι νεοεισερχόμενοι στον κλάδο έχουν τη δυνατότητα και το κίνητρο να προσφέρουν πολύ χαμηλές τιμές, ακόμη και κάτω του κόστους.
Αυτό όμως σημαίνει αθέμιτο ανταγωνισμό έναντι των υπολοίπων που έχουν πληρώσει εξ ολοκλήρου μόνοι τους το σκάφος και όχι το μισό. Επιπλέον, με την επιδότηση στο 45%-50%, όταν λήξει ο χρόνος υποχρεωτικής από το πρόγραμμα διακράτησης των σκαφών, αυτά θα μπορούν να πωληθούν στην αγορά σε χαμηλές τιμές με τη συναλλαγή να παραμένει άνετα κερδοφόρα για τους επιδοτηθέντες.
Όμως αυτό θα πιέσει χαμηλότερα τις αξίες του ενεργητικού, των σκαφών δηλαδή των υπόλοιπων επιχειρήσεων του κλάδου που δεν επιδοτήθηκαν, προκαλώντας προβλήματα στην οικονομική τους θέση. Δημιουργήθηκε έτσι μια «φούσκα» στη δευτερογενή αγορά αυτών των σκαφών (μεταχειρισμένα) καθώς λόγω της πληθώρας τους, οι ναύλοι αναμένεται να μειωθούν σημαντικά και ήδη φέτος υπήρξε πτώση της μέσης τιμής τους, αλλά και των εβδομάδων ναύλωσης ενός σκάφους. Αρα και οι τιμές τους πιέζονται.
Επομένως, οι ιδιοκτήτες που δεν έλαβαν ποτέ ΕΣΠΑ και θα θέλουν να βγουν από την αγορά, να αποεπενδύσουν, θα είναι ουσιαστικά εγκλωβισμένοι καθώς θα πρέπει να πωλήσουν σε πολύ χαμηλή αξία και ίσως να μην μπορούν να αποπληρώσουν με αυτά τα χρήματα την υπολειπόμενη αξία τυχόν δανείου τους.
Η αγορά σκαφών αναψυχής σε αριθμούς
Ο ελληνικός στόλος επαγγελματικών σκαφών αναψυχής υπολογίζεται πως αριθμεί περίπου 4.500 και 5.000 ιστιοφόρα και μηχανοκίνητα σκάφη, σύμφωνα με στοιχεία των νηολογίων που τηρούνται στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και επικαλείται μελέτη του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου του 2017.
Ο εν λόγω στόλος αποτελεί τον μεγαλύτερο της Μεσογείου από πλευράς αριθμού σκαφών. Από το σύνολο του ελληνικού στόλου, περίπου το 70% είναι ιστιοφόρα σκάφη, ενώ το υπόλοιπο 30% μηχανοκίνητα, εκτιμά η μελέτη με τίτλο «Ο τομέας της ιδιωτικής θαλάσσιας περιήγησης (Yachting) στην Ελλάδα - Τάσεις και προοπτικές ανάπτυξης». Ο θαλάσσιος τουρισμός στην Ελλάδα καλύπτει το 0,9%, περίπου, της ετήσιας τουριστικής κίνησης.
Η αγορά των ναυλώσεων μικρών και μεγάλων σκαφών παρουσίασε συνεχή ανοδική πορεία κατά τη δεκαετία του 1990 και αρχές της δεκαετίας του 2000. Μάλιστα, ο συνολικός αριθμός των ναυλώσεων κατά την πενταετία 2012-2017 εμφάνισε σωρευτική αύξηση ανώτερη του 40%, σημειώνει ο Σωτήριος Μ. Μανωλόγλου, που υπογράφει την έκθεση, η οποία φέρει και τη σφραγίδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet.
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις της αγοράς, ο αριθμός των ετήσιων ναυλώσεων δύναται υπό ευνοϊκές συνθήκες να ανέλθει έως και τις 60.000. Η συνεισφορά στην οικονομία κρίνεται υψηλότερη της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη στον ευρύτερο τουρισμό περίπου κατά 80%.