Συνέντευξη Ντάισελμπλουμ στην «Κ»: Λάθος μήνυμα της Ελλάδας στους επενδυτές


Την ανησυχία του για τις ...

μεταμνημονιακές προοπτικές της Ελλάδας εκφράζει, με συνέντευξή του στην «Κ», ο τέως πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος βρέθηκε χθες στην Αθήνα για να συμμετάσχει στην παρουσίαση την ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του «Η κρίση του ευρώ» (εκδόσεις Κέρκυρα – Economia Publishing).
Απαντώντας στην κριτική ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί τα τελευταία χρόνια, ανυπομονώντας να ξεμπερδέψουν με το ελληνικό ζήτημα, απέστρεψαν το βλέμμα από πρακτικές αναβίωσης του πελατειακού κράτους και από τις πολύ χαμηλές αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, και πανηγύρισαν τον Αύγουστο για την επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, ο κ. Ντάισελμπλουμ είναι σαφής:
«Δεν ήταν επιτυχία τα ελληνικά προγράμματα. Κάποια πράγματα βελτιώθηκαν, ειδικά στο δημοσιονομικό μέτωπο, και το ΑΕΠ διογκώνεται και πάλι. Αλλά τα προγράμματα διήρκεσαν οκτώ χρόνια, κόστισαν τεράστια ποσά, επέφεραν πολύ μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, καθώς και τεράστια απώλεια πολιτικού κεφαλαίου».
Ο Ολλανδός πολιτικός δεν δείχνει ιδιαίτερα αισιόδοξος για την επόμενη μέρα. «Συνεχίζει η Ελλάδα να βελτιώνει τις δημόσιες υπηρεσίες της, να περιορίζει τη γραφειοκρατία, να καταπολεμά τα κατεστημένα συμφέροντα, να συρρικνώνει την παρουσία του κράτους σε ορισμένα πεδία; 
Δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σχέδιο, με αποτέλεσμα οι διεθνείς επενδυτές να θεωρούν τις επενδύσεις στην Ελλάδα ένα πολύ σύνθετο εγχείρημα. Και δεν φαίνεται οι πολιτικοί της χώρας να έχουν τη βούληση και την πειθαρχεία να κινηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση».
Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, σημειώνει, είχαν το δικό τους μεταρρυθμιστικό σχέδιο για τη μεταμνημονιακή περίοδο. Το ελληνικό σχέδιο που παρουσιάστηκε την περασμένη άνοιξη δεν τον πείθει; «Το πρόβλημα είναι η αξιοπιστία – να γίνουν πράξη όσα έχουν εξαγγελθεί. 
Η εφαρμογή τέτοιου είδους διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα υπήρξε έως τώρα απογοητευτική. Σήμερα, όλη η συζήτηση αφορά τις συντάξεις και αν θα περικοπούν ή όχι – και παρεμπιπτόντως θεωρώ ότι η ελληνική πλευρά έχει κάποιο δίκιο.
Το μήνυμα όμως που στέλνεται στις αγορές –όπως και με την αύξηση του κατώτατου μισθού ή την επαναφορά του παλαιού καθεστώτος στις συλλογικές διαπραγματεύσεις– είναι ότι η Ελλάδα αναζητεί τρόπους να καταργήσει τις μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, όχι να τις συνεχίσει».
Μεγάλο μέρος της συνομιλίας εστίασε στο ταραχώδες πρώτο μισό του 2015. Για το συγκρουσιακό Eurogroup της Ρίγας στα τέλη Απριλίου, ο κ. Ντάισελμπλουμ αναφέρει: «Είχαν μιλήσει πολλοί άλλοι υπουργοί, που έλεγαν ότι δεν έχει νόημα η διαπραγμάτευση, πρέπει να συζητήσουμε για Grexit. 
Πήρα τον λόγο και είπα στον Βαρουφάκη ότι πρέπει να αλλάξει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης και ότι πρέπει να δεσμευτεί πως η Ελλάδα θα εξυπηρετήσει τα χρέη της προς τους πιστωτές και ότι η κυβέρνηση δεν θα καταργήσει μέτρα που ήταν μέρος παλαιότερων συμφωνιών, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει μια νέα συμφωνία – κάτι που τελικά αποδέχθηκε.
Μετά τη συνεδρίαση, μίλησα με τον Ελληνα πρωθυπουργό και του είπα ότι έχει καταρρεύσει η εμπιστοσύνη μεταξύ του κ. Βαρουφάκη και των υπόλοιπων 18 υπουργών, και δεν βλέπω να μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση».
Στις επόμενες εβδομάδες, με τον Ευκλ. Τσακαλώτο πλέον επικεφαλής της ελληνικής ομάδας διαπραγμάτευσης, υπήρξε σημαντική σύγκλιση μεταξύ των δύο πλευρών.
Δεν φέρουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης οι πιστωτές που παρ’ όλα αυτά οι συνομιλίες ναυάγησαν και ο κ. Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα; Δεν θα έπρεπε να έχουν δει το δάσος –την πολύ μεγάλη απόσταση που είχε καλύψει η Αθήνα σε σχέση με τις αρχικές της θέσεις– αντί να επιμένουν σε κάποια ελάσσονος σημασίας θέματα; «Ηταν θέμα εμπιστοσύνης. 
Αν διαπραγματεύεσαι με κάποιον τον οποίον εμπιστεύεσαι, μπορείς να εστιάσεις στο δάσος. Οταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη όμως, μπαίνεις στις λεπτομέρειες – θες να εξετάσεις ακόμα και το τελευταίο δέντρο». 
Αναφέρεται στη συνάντηση μεταξύ των επικεφαλής των τεσσάρων θεσμών που συγκάλεσε στο περιθώριο της συνόδου των υπουργών Οικονομικών του G7 στα τέλη Μαΐου στη Δρέσδη. «Συμφωνήσαμε να καταρτίσουμε ένα σχέδιο συμφωνίας το οποίο θα χρησιμοποιούσαμε αν βλέπαμε ότι ο χρόνος τελειώνει». 
Η πρόταση αυτή, λέει, παρουσιάστηκε, παρουσία του ιδίου, στον Αλέξη Τσίπρα στις Βρυξέλλες στις αρχές Ιουνίου από τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. «Ο κ. Τσίπρας το αποδέχθηκε, εκφράζοντας ενστάσεις μόνο για το ΕΚΑΣ. Ζήτησε 24 ώρες να προτείνει εναλλακτικές αντί της περικοπής του. Ηταν μια πολύ καλή συνάντηση, φύγαμε όλοι πολύ αισιόδοξοι. 
Την επόμενη ημέρα, εκφώνησε μια ομιλία στην ελληνική Βουλή κατακεραυνώνοντας τους Ευρωπαίους. Κάθε φορά που γύριζε στην Αθήνα, ήταν αντιμέτωπος με μια εξέγερση μέσα στο κόμμα του, από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία. Γι’ αυτό δεν προχωρούσε. Και τελικά, βέβαια, μετά το δημοψήφισμα, υπέγραψε μια πολύ πιο σκληρή συμφωνία».
Κοιτάζοντας πέρα από τα πρόσωπα, δεν ήταν λάθος των πιστωτών που δεν χορήγησαν μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους και περισσότερο δημοσιονομικό χώρο στην Ελλάδα το 2015; «Ηταν θέμα πολιτικής, όχι οικονομικών», απαντά. «Ηταν πολιτικά αδιανόητο να υπάρξει μεγάλη ελάφρυνση του χρέους. 
Υπουργοί από πολλές χώρες της Ευρώπης –χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως αυτές της Βαλτικής, η Σλοβακία, η Σλοβενία– δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να εξηγήσουν στα Κοινοβούλιά τους γιατί εξακολουθούσαν να δανείζουν χρήματα στην Ελλάδα».
Συμφωνεί όμως πως, από οικονομικής άποψης, θα ήταν προτιμότερη μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική; «Δεν θεωρώ ότι το βασικό οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν διαθέτει επαρκή δημοσιονομικό χώρο. 
Το πρόβλημα είναι οι τράπεζες και τα τεράστια επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, που δεν επιτρέπουν την παροχή επαρκούς χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις· και το επενδυτικό κλίμα, το οποίο εξαρτάται, όπως είπαμε, από την αντίληψη των επενδυτών για το αν η χώρα παραμένει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων».