Στη μνήμη των 40 εκτελεσθέντων στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Κατερίνης στις 23/2/1943


Της Δήμητρας Τζημαγιώργη *
Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει...




«Να με θυμόσαστε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα».
«Αυτό που θέλουμε να δείξουμε και εμείς σήμερα που είμαστε συγκεντρωμένοι
γύρω από τούτο το μνημείο τελώντας την επιμνημόσυνη δέηση για τους
40 εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Κατερίνης
στις 23 Φεβρουαρίου του 1943, αλλά και για όλα τα θύματα της κατοχής  
είναι ότι δεν ξεχνάμε
και ποτέ δεν θα επιτρέψουμε  και οι επόμενες  γενιές να ξεχάσουν όσους
χάρισαν με τη ζωή τους το γαλάζιο ουρανό που λεύτερα  χαιρόμαστε εμείς  
σήμερα.
 Και οι 40 ήταν άνθρωποι απλοί, καθημερινοί σαν κι εμάς που αντιστάθηκαν
με τη σιωπή τους και με την προσφορά της ζωής τους στην αμείλικτη βία των
Γερμανών, που θεριά ανήμερα για κάθε ένα Γερμανό σκότωναν
20 ανυποψίαστους άμαχους ανθρώπους.
 Οι 40 εκτελεσθέντες του Σταθμού, που τιμάμε εμείς εδώ σήμερα, αλλά και
τόσοι άλλοι εκτελεσθέντες στα χρόνια της κατοχής σε όλη την Ελλάδα, με το
αίμα τους εκείνες τις φρικαλέες μέρες της κατοχής έδιναν πνοή και κίνητρο
στους τολμηρούς μαχητές των βουνών μας, τους αντάρτες να συνεχίσουν τον
αγώνα και να μη λυγίσουν στον πόνο, να δικαιώσουν το αδικοχαμένο αίμα τους.

Και οι 40 απέδειξαν ατράνταχτα πως η χώρα μας έχει αδούλωτες ψυχές και
παλικαρίσιες καρδιές, ακόμα και μέσα σε στήθη ανθρώπων που παλεύουν για
τον καθημερινό ψωμί, αδύναμα από την πείνα, που οι Γερανοί σαν μάστιγα
είχαν απλώσει από άκρη σε άκρη σε κάθε γωνιά της χώρας μας για να
σκορπίσει το θάνατο εκεί όπου δεν πρόλαβαν να τον σπείρουν οι ίδιοι.
  Με αίσθημα σεβασμού και ιστορικής ευθύνης ας ταξιδέψουμε στο χρόνο και
ας σταθούμε στις χιονισμένες κορφές της Πίνδου του 1940 όπου ο ελληνικός
στρατός γράφει ένδοξες σελίδες ιστορίας πολεμώντας τους Ιταλούς και το
αδυσώπητο κρύο.
Οι Γερμανοί βλέποντας τους συμμάχους τους να εξευτελίζονται, απλώνουν την
ατσάλινη γροθιά τους και κατορθώνουν την άνοιξη του 1941 τον συμβιβασμό
και την παράδοση του στρατού μας.
  Ακολουθούν οι ανεξίτηλες φρικτές μέρες της Γερμανικής κατοχής.
Η πείνα, οι εξευτελισμοί, οι μαζικές εκτελέσεις και τα ολοκαυτώματα
ολόκληρων χωριών σκορπούν πόνο και φόβο. Όμως οι Έλληνες δεν λυγούν.
Κοντανασαίνουν και οργανώνουν αντιστασιακή δράση.
Ιδρύουν τον Εθνικό Δημοκρατικό Σύνδεσμο και την ΕΑΜ, τον Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο. Η αντίσταση δίνει μικρές ανάσες ελπίδας πως θα
ξανανθίσουν οι πασχαλιές.
  Ο νομός μας, η Πιερία μας, αντιστάθηκε κι αυτή γενναία προσφέροντας
στους αντάρτες απλόχερα τα βουνά της, Πιέρια και Όλυμπο ως καταφύγια
αλλά και ως ορμητήρια δράσης για μια ανεξάρτητη και πάλι Ελλάδα.
Οι απλοί και καθημερινοί κάτοικοί της  αψηφώντας τις σκληρές συνέπειες
των πράξεων των ανταρτών, έκαναν τραγούδι το φόβο τους, γιατί οι
ελληνικές ψυχές αγαπούν τη λευτεριά και τον τόπο τους.
«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα
μπροστά στους νεκρούς»,
χαρακτηριστικά γράφει και πάλι ο Γιάννης Ρίτσος.
 Αιτία της απάνθρωπης εκτέλεσης  των θυμάτων του Σταθμού μας η εξαγωγή
μεταλλευμάτων από την Ελλάδα  και πιο συγκεκριμένα χρωμίου προς τη
Γερμανία που αρχίζει να αποκτά εξαιρετική σημασία για να καλυφθούν οι
ανάγκες του  στρατού του Ράιχ κατά τα χρόνια της κατοχής.

Όμως η δράση των ανταρτών, όπως η ανατίναξη της γέφυρας του
Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου του 1942 και της γέφυρας του Αξιού
στις 5 Δεκεμβρίου του 1942, σταδιακά αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα στις
εξαγωγές των μετάλλων και κατά συνέπεια στην κάλυψη των ανάγων της
πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας, γεγονός που γεμίζει θυμό τους
Γερμανούς και τους ωθεί σε εκδίκηση και σκληρά αντίποινα.
 Το πρώτο από τα μεταλλεία που οι αντάρτες επέλεξαν ως πρώτο χτύπημα
κατά των κατακτητών, ήταν αυτό  του  μεταλλείου  χρωμίου  Ολύμπου,  κοντά  
στο  χωριό  Άγιος Δημήτριος, στη θέση Μπάρα.
 Αρχικά μια ομάδα 35 ανταρτών του ΕΛΑΣ πήγε στο μεταλλείο στις
25 Νοεμβρίου του 1942 χωρίς να προβεί σε καμιά ενέργεια.
Όταν οι Γερμανοί ενημερώθηκαν για  το συμβάν, διέταξαν τη φρούρηση του
μεταλλείου.
Το συγκεκριμένο μεταλλείο, να σημειωθεί ότι ήταν απομονωνόμενο και
παρουσιάζονταν δυσκολίες ως προς την φύλαξή του από την στρατιωτική
χωροφυλακή Κατερίνης.
Ακόμη αξίζει να ειπωθεί  και η άρνηση των κατοίκων του Αγίου Δημητρίου να
εργαστούν αλλά και να παράσχουν οποιαδήποτε άλλη βοήθεια στους
Γερμανούς κατακτητές.  
  Τελικά τη νύχτα της 18ης Φεβρουαρίου του ‘43, αντάρτες της Θεσσαλίας με   
αρχηγό   τον   Φιλώτα   Αδαμίδη   επιτέθηκαν   στο   μεταλλείο, κατέστρεψαν τις
εγκαταστάσεις και συνέλαβαν ομήρους τον Γερμανό επιστάτη  Χάρτμαν   και   
τον  μεταλλωρύχο  Τσένκε.
Η αντίδραση και η σκληρή τιμωρία από τους Γερμανούς ήταν άμεση.  
Στις   20   Φεβρουαρίου  ένας  λόχος   γερμανικός κατευθύνθηκε προς τον
Άγιο Δημήτριο με σκοπό να συλλάβει ομήρους από το χωριό που υποψιαζόταν
ότι βοήθησε τους αντάρτες.
Στόχο είχαν μέσω των ομήρων να εξαναγκαστούν τους αντάρτες να
απελευθερώσουν τους δύο απαχθέντες Γερμανούς.
  Τα  χαράματα   της   21ης Φεβρουαρίου οι Γερμανοί περικύκλωσαν το χωριό,
που ήταν έρημο καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι του το   είχαν   εγκαταλείψει   
φοβούμενοι   τα   απάνθρωπα αντίποινα.  
Οι Γερμανοί   συλλαμβάνουν 39 ομήρους, όπως καταγράφεται πιθανόν
ηλικιωμένους, αλλά αυτό δεν μειώνει τη θυσία τους, από τους οποίους οι 32 ήταν
κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου και οι υπόλοιποι 5 ήταν Λιβαδιώτες που  
συνελήφθησαν καθ’ οδόν, καθώς την ίδια μέρα επέστρεφαν από τον Κατερίνη
στο Λιβάδι, το χωριό τους.
  Μετά   τη   σύλληψη,   δόθηκε   διαταγή   στον   πρόεδρο   του   Αγίου
Δημητρίου να μεταφέρει στους αντάρτες το γερμανικό τελεσίγραφο
«Σε τρεις ημέρες οι όμηροι θα εκτελεστούν, εκτός εάν ελευθερωθούν οι
Γερμανοί απαχθέντες».
  Κραυγή πεινασμένου και ανελέητου λύκου  που σκίζει κατάστηθα και τα
ανήμερα θεριά, η διαταγή των Γερμανών: «Για κάθε Γερμανό απαχθέντα του
ορυχείου θα εκτελέσουν, τουλάχιστον είκοσι κάτοικοι του χωριού».
Μήνυμα σαφές και απάνθρωπο, θα χύσουν το αίμα τους, άνθρωποι απλοί και
καθημερινοί, ανύποπτοι και φιλήσυχοι για να είναι ο πόνος πιο βαθύς και η
απανθρωπιά και η εξαθλίωση μάστιγα ενάντια σε κάθε πράξη αντίστασης.
Όμως, ξεχνούν πως, κάθε βράδυ στο προσκέφαλο του απλού και δειλού όπως
κρίνουν συμπολίτη μας να πάρει τα όπλα και να φύγει στα βουνά για να
αντισταθεί, ηχεί ο εθνικός ύμνος μας «'Αργειε να ’λθει εκείνη η μέρα κι ήταν
όλα σιωπηλά, γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»  δίνοντάς
τους ελπίδα για την επόμενη μέρα την ποτισμένη με το αίμα αθώων, αν
χρειαστεί.
  Η είδηση διαδόθηκε αστραπή «Οι αντάρτες στον Όλυμπο και τα Πιέρια
επιτέθηκαν και κατέστρεψαν το μεταλλείο χρωμίου στον Άγιο Δημήτριο που
εκμεταλλευόταν οι Γερμανοί. Μάλιστα απήγαγαν και δύο Γερμανούς
στρατιώτες που αποτελούσαν τη φρουρά του Μεταλλείων».
Όλοι σωπαίνουν και περιμένουν, προμηνύεται σκληρή αντίποινα από μέρους
των Ναζιστών.                                                                 
  Οι Γερμανοί οδηγούν τους ομήρους πρώτα στο σημερινό 5ο Γυμνάσιο και μετά
στο σιδηροδρομικό Σταθμό όπου και τους κλείνουν σε ένα βαγόνι.
Τρεις εφιαλτικές ημέρες ακολουθούν.
 Οι Αι Δημητρινές οικογένειες των ομήρων μάταια εκλιπαρούν για έλεος, για
ένα τελευταίο χαιρετισμό. Οι Γερμανοί δεν αφήνουν κανέναν να πλησιάσει.
Ανύπαρκτα συναισθήματα για τους κατακτητές μας η ανθρωπιά, το ύστατο
αντίο σε αυτούς που αγαπάς.  Ανύπαρκτη η ηθική και το δίκαιο για
κάθε ναζιστή.
Σημαία τους μόνο το έγκλημα και μάλιστα το ομαδικό έγκλημα αθώων.
Στα θύματα αυτά πρόσθεσαν και ένα επιφανή Κατερινιώτη, τον πρώην
Δήμαρχο Κατερίνης κατά την περίοδο 1933-1937, τον Αιμίλιο Ξανθόπουλο,
44 ετών, δραστήριο μέλος της τοπικής κοινωνίας με προσφυγική καταγωγή.
Τον κατηγόρησαν και τον συνέλαβαν ότι ως επιμελητής τροφοδοσίας των
εργατών του μεταλλείου, εφοδίαζε τους αντάρτες του ΕΛΛΑΣ.  
  Ξημέρωσε η 23η Φεβρουαρίου του ΄43.
Οι Γερμανοί μπλοκάρουν το καφενείο της Δημοτικής Αγοράς και αρπάζουν
15 άντρες, που τρομαγμένοι τους ακολουθούν.
Όλοι κατάλαβαν ότι εκείνη τη μέρα θα γραφόταν ο επίλογος του τραγικού
δράματος των Αιδημητριάνων χωρικών.
Τους δίνουν φτυάρια και τσάπες και τους οδηγούν με τα πόδια στο Σταθμό.
 Και να στέκονται στην αποβάθρα του Σταθμού, μπροστά τους φθάνει ένα
επιβατικό τρένο με προορισμό την Αθήνα.
«Βαγόνι του θανάτου» το ονόμασαν,
καθώς χωρίζει τους μάρτυρες της εκτέλεσης από την αποτρόπαια σκηνή του
θανάτου. Ο ανατριχιαστικός ήχος των πυροβόλων ακούστηκε ξεσχίζοντας τις
καρδιές και κόβοντας τις ανάσες.
 Τα πολυβόλα σωπάσαν, ένας παγωμένος αέρας χαϊδεύει τα ωχρά πρόσωπα
που κάνουν το σταυρό τους, «Ο Θεός ας τους ευλογεί», «Ο Θεός ας τους
καλοδεχτεί».
Σε λίγα μόλις λεπτά ακούγεται και πάλι ο ήχος των πυροβόλων γράφοντας με
αθάνατα γράμματα τα ονόματά τους στο χώμα του Σταθμού μας.
 Το πρώτο ομαδικό Ναζιστικό έγκλημα στο Νομό μας διεπράχθη.
Το τρένο, το βαγόνι του θανάτου, έφυγε και οι Γερμανοί στρατιώτες διέταξαν
τους Κατερινιώτες να τους ακολουθήσουν, Διέσχισαν τις αλλεπάλληλες
γραμμές των 100 μέτρων και μπροστά τους αντίκρισαν το θέαμα των δύο
σειρών αψύχων κορμιών, τη βαμμένη με κόκκινο φρέσκο αίμα γη και μύρισαν
τη βαριά μυρωδιά του αίματος που ζητά και άλλο αίμα καθώς ένα Γερμανός
αξιωματικός με το πιστόλι στο χέρι προχωρά ανάμεσα στα πτώματα
σπέρνοντας στο κεφάλι τις τελευταίες χαριστικές βολές, φοβούμενος μήπως
ο Χάρος χαρίστηκε σε κάποιον.
  Οι διαταγές απλές: Διαταγή 1η: «Μαζέψτε από τις τσέπες των θυμάτων ότι
έχουν». Διαταγή 2η: «Παραδώστε τα λάφυρα». Διαταγή 3η: «Ανοίξτε δυο
τετράγωνους λάκκους και πετάξτε τα κορμιά».
Κορμιά γι΄ αυτούς, ψυχές για τους αγαπημένους τους και σύμβολα για εμάς σήμερα.  
  Ας μου επιτραπεί με αφετηρία την απόδοση φόρου τιμής στους 40 εκ
τελεσθέντες του Σταθμού να αναφερθώ επιγραμματικά και στα 19 παλικάρια
μας που σκοτώθηκαν στα Τάχνιστα, περιοχή Μηλιάς ανακόπτοντας τη πορεία
του γερμανικού στρατού.
 Καθώς και στους 105 Κατερινιώτες που συλλήφθηκαν και αρχικά
φυλακίστηκαν στις σιταποθήκες της ΚΕΠΕΣ κοντά στο Σταθμό και στη
συνέχεια στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Εκεί με συνοπτικές δικαστικές
διαδικασίες άφησαν την τελευταία τους πνοή στέλνοντας το διαχρονικό μήνυμα
της τιμής και της αξιοπρέπειας στις επόμενες γενιές.
  Επίσης τους Κατερινιώτες φοιτητές του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που
έδωσαν κι αυτοί το δικό τους αγώνα ενάντιων των Γερμανών την περίοδο της
κατοχής.
 Και τέλος τους συμπολίτες μας που κρατούσαν οι Γερμανοί φυλακισμένους στο
Σιδηροδρομικό Σταθμό και κάθε βράδυ τους φόρτωναν δεμένους με άλλους
ομήρους  στο βαγόνι του θανάτου το γεμάτο με δυναμίτιδα, το οποίο
χρησιμοποιούσαν ως προπομπό αμαξοστοιχιών για να αποτρέπουν τους
αντάρτες να ανατινάζουν τις γέφυρες.
Ήταν όλοι τους άνθρωποι διανοούμενοι και έμποροι, εργάτες και γεωργοί που
αντιστέκονταν με τον τρόπο τους ο καθένας, λέξη μισητή στους τότε κατακτητές.

 40 κορμιά, λοιπόν, θάφτηκαν στο χώμα του Σταθμού μας 35 άνδρες και
5 γυναίκες. Σε σας, αν μας ακούτε, σας λέμε ότι δικαιωθήκατε τον Οκτώβρη του
1944 όπου οι Γερμανοί νικημένοι και ντροπιασμένοι εγκατέλειψαν την
Κατερίνη και τη χώρα μας.
Σε σας με τρεμάμενα από σεβασμό χείλη, λέμε ένα ευχαριστώ τόσο απλό μα
τόσο ευλαβικό.
 Για σας κάθε χρόνο τέτοια μέρα ενώνουμε τις φωνές μας, για να σας
εκφράσουμε τη βαθιά μας ευγνωμοσύνη.
Με χαρμολύπη σας λέμε ότι η θυσία
σας δεν πήγε χαμένη, αλλά έγινε καταγγελία στο φασισμό με όποιο τρόπο κι
αν υφίσταται, σημαία που κυματίζει αγέρωχα σε μια κοινωνία που μέγιστη
αξία είναι ο άνθρωπος που πλάστηκε κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοιώσει Θεού.  
 Αξιότιμοί παρευρισκόμενοι ίσως ανάμεσά σας να υπάρχουν άνθρωποι που
γνώρισαν τα θύματα, συγγενείς τους, οι φίλοι τους  αλλά και άνθρωποι που
έζησαν τα γεγονότα, ο μόνο  παρήγορος λόγος προς εσάς είναι πως σε τέτοιες
πράξεις όπου η παράνοια ενός εγκληματία που υπηρετεί μόνο την αισχρότητα
του πλούτου και της κατοχής με κάθε τίμημα,  που ξεχνά ότι ο άνθρωπος
πλάστηκε για τα μεγάλα, τα υψηλά και κυρίως για την αγάπη, μονάχα η
βαρύτητα της ευγνωμονούσας σιωπής αρμόζει.
 Ας προσπαθήσουμε, ακόμη, μια τέτοια μέρα τα παιδιά μας, υπηρέτες της
τηλεόρασης και του εύκολου τρόπου ζωής, με αμφίβολες αξίες και ιδανικά, να
τους φέρουμε μπροστά στο μνημείο τούτο των 40 εκτελεσθέντων και ας τους
μιλήσουμε για τη θυσία τους με λόγια απλά όπως απλή ήταν η ζωή τους.
Και ας μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κάνει τη θυσίας των 40 εκτελεσθέντων
λεία στην εξυπηρέτηση άλλων σκοπών.
  Με τρεμάμενα χείλη και λόγια ταπεινά, ας ψιθυρίσουμε στους 40
εκτελεσθέντες του Σταθμού μας όλοι μας ένα ευχαριστώ,
Σας ευχαριστούμε Σύμβολα και οδοδείκτες μας,
υποκλινόμαστε στη μνήμη σας
και αναλογιζόμενοι πως  η ελευθέρια που είναι για μας σήμερα δεδομένη
αποτελεί βαρύ χρέος μας, σας υποσχόμαστε τραγουδώντας σας:
Ελευτεριά για σένα χάνομαι
μα θα `ρθουν πίσω μου άλλοι
Στρατοί οι γιοι μου και τ’ αγγόνια μου
και θα σε λευτερώσουν…

Και ας ευχηθούμε μια Ελλάδα και ένα κόσμο χωρίς βία, μισαλλοδοξίες και
ιδέες καρκινογόνες όπως του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού
Αιωνία σας η μνήμη Αι-Δημημητρινοί και Λιβαδιώτες.

Αιωνία σας η μνήμη 40 εκτελεσθέντες του Σιδηροδρομικού Σταθμού

*Η Δήμητρα Τζημαγιώργη είναι διευθύντρια του 8ου Δημοτικού Σχολείου