Στουρνάρας: Νέος κύκλος αβεβαιότητας αν καθυστερήσει η τρίτη αξιολόγηση


«Ο σημαντικότερος και πιο ...

άμεσος κίνδυνος για την οικονομία είναι η τυχόν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας την Πέμπτη σε εκδήλωση της Credit Suisse με θέμα «Η Ελλάδα και η παγκόσμια οικονομία: Προοπτικές και κυριότερες μελλοντικές προκλήσεις».
«Κάτι τέτοιο πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε στην αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα καθυστερούσε την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και θα δυσχέραινε την επάνοδο σε κανονικές χρηματοπιστωτικές συνθήκες», πρόσθεσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, για να σημειώσει ότι «σε μια τέτοια περίπτωση, η οικονομική ανάκαμψη και η επιστροφή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα αποδειχθούν βραχύβιες».
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε πάντως ότι η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται και η ανάπτυξη επιταχύνεται μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τις θετικές επιδράσεις που είχε στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα.
«Η εμπέδωση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας αντανακλάται όχι μόνο στα στοιχεία για το ΑΕΠ, αλλά και στη βελτίωση βραχυχρόνιων δεικτών», πρόσθεσε ακόμη και συμπλήρωσε:
«Οι βελτιωμένες προοπτικές της οικονομίας και η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επίπεδα του τέλους του 2009 και διευκόλυναν την έξοδο στις διεθνείς αγορές στις 25 Ιουλίου. 
Επιπλέον, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων αυξήθηκε, υποδηλώνοντας βελτιωμένες εκτιμήσεις των επενδυτών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, και οι αποδόσεις των ομολόγων που έχουν εκδοθεί από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν υποχωρήσει σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. 
Τέλος, ο οίκος Fitch πρόσφατα αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος, με βάση τις προοπτικές της διατηρήσιμης ανάκαμψης και την υποχώρηση του πολιτικού κινδύνου».
Ο διοικητής της ΤτΕ έκανε επίσης αναφορά στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. «Από την αρχή του έτους υπάρχει πρόοδος και στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών. 
Στο τέλος Ιουνίου του 2017 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ΜΕΑ, περιλαμβανομένων των εκτός ισολογισμού στοιχείων, μειώθηκε κατά 3,2% συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2016. Όπως και τα προηγούμενα τρίμηνα, η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις δανείων ήταν περιορισμένη. 
Αντίθετα, το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ το προηγούμενο τρίμηνο, ήταν οι εκτεταμένες διαγραφές δανείων, κυρίως στα χαρτοφυλάκια επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων, οι οποίες ανήλθαν σε 3,3 δισεκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2017», είπε.
«Για το 2017 συνολικά, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,7% περίπου. Για το 2018 και το 2019, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ προβλέπεται να επιταχυνθεί στο 2,4% και 2,7% αντίστοιχα. 
Η κατανάλωση αναμένεται να σημειώσει συγκρατημένη ανάκαμψη, ωθούμενη κυρίως από την ανοδική τάση της απασχόλησης, που ανακάμπτει ταχύτερα από ό,τι το προϊόν, χάρη στις προηγηθείσες μεταρρυθμίσεις και στην εφαρμογή ενεργητικών προγραμμάτων στην αγορά εργασίας. 
Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη και θα βελτιώνονται οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν τη θετική τους πορεία, επωφελούμενες όχι μόνο από τις ευνοϊκές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους που έχει ήδη επιτευχθεί. 
Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα», υπογράμμισε ακόμη.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)