«Τήνος τον Δεκαπενταύγουστο». Όσοι δεν τα ...
πηγαίνουν πολύ καλά με την πολυκοσμία δεν θα έβαζαν ποτέ αυτές τις τρεις λέξεις στην ίδια πρόταση.
Εκτός κι αν συμβεί από «ανάγκη». Εν προκειμένω: λες «ναι» στην πρώτη πρόταση που σου γίνεται, αφού έχεις περάσει ήδη όλο το καλοκαίρι στην Αθήνα, χωρίς δουλειά.
Σας διαβεβαιώ πως ό,τι καταγράφεται εδώ συνέβη εξ ανάγκης. Και ενώ κατέληξε σε ένα ακόμη φως αληθινό για τη γοητευτική ακατανοησία της ζωής, παρά ταύτα τίποτα δεν προμήνυε ότι κάτι καλό θα συνέβαινε. Κι όμως...
Δεν πάνε πολλά χρόνια που βρέθηκα στην Τήνο λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο. Οι μέρες που ξημέρωναν προ εκείνης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Πάσχα του καλοκαιριού, ήταν το αποκορύφωμα της μετατροπής της Χώρας σε ένα απέραντο κοσμικό προσκυνητήριο.
Ανάμεσα στη θάλασσα από γονατισμένα κορμιά που ανηφόριζαν προς την Παναγία, ο καθένας, ίσως, με τη δική του Μαρία στο μυαλό, έβλεπες –σαν σημαδούρες– ορθίους επισκέπτες του νησιού να προσπαθούν να προσανατολιστούν σ’ έναν ωκεανό ταμένων σωμάτων.
Ολες τις προηγούμενες ημέρες, άνοιγαν οι καταπέλτες των καραβιών και ξεχύνονταν πάσης φύσεως επισκέπτες σε οποιαδήποτε στάση του σώματος: όρθιοι ή γονατισμένοι. Οσοι παρέμεναν όρθιοι άνοιγαν χώρο, τα βλέμματα χωρίζονται μεταξύ έκπληξης και σεβασμού – ελάχιστα, υποτίμησης.
Υπάρχει κάτι αξιοσέβαστο στον τρόπο που ένα νησί καταφέρνει να συγκεντρώσει, σε τόσο έντονο και μαζικό βαθμό, πιστούς της κοσμικότητας, της laïcite που λένε οι Γάλλοι, και της θρησκευτικότητας, στην πιο ακραία της μορφή: τη γονατισμένη, την ικετευτική, την απελπισμένη, την ευγνωμονούσα.
Η ταυτόχρονη θέα δύο κόσμων, πέριξ του Δεκαπενταύγουστου στην Τήνο, αναδεικνύει τη σημασία της συνύπαρξης, με εχέγγυο τον αλληλοσεβασμό, μεταξύ δύο τόσο αντιθετικών, σχεδόν συγκρουσιακών, «πραγματικοτήτων»: από τη μια, τα λουσμένα στο φως πρόσωπα, βαρυφορτωμένα με βαλίτσες, σακούλες και προσδοκίες –τα χρειώδη των διακοπών– και, από την άλλη, η μυστικιστική αφοσίωση στο τάμα στη Μαρία.
Υπάρχει κάτι συγκινητικό στον τόσο διαφορετικό τρόπο με τον οποίον συντηρούμε τις ιδιωτικές μας ελπίδες, με ή χωρίς το θείο. Συγκίνηση που επιτείνεται αν παρατηρήσει κανείς τους συνοδούς προσκυνητών, με το βλέμμα στην προσπάθεια των γονυπετών, καθώς στα χέρια τους ζεσταίνεται, από το άγχος ίσως, το παγωμένο μπουκάλι με το νερό – την ίδια ώρα που ο ιδρώτας τους διαγράφει τη διαδρομή στο κόκκινο χαλί που οδηγεί στη Μαρία. Σαν ένας μαραθώνιος, λες, που οι προπονητές ακολουθούν τον μαραθωνοδρόμο προτρέποντάς τον να συνεχίσει, δείχνοντάς του ότι είναι εκεί για ό,τι συμβεί.
Παρασύρομαι και διασχίζω τον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στη Μεγαλόχαρη με τον ρυθμό της κινούμενης γονυκλισίας. Η καταβαλλόμενη υπερπροσπάθεια και ο τρόπος που ο καθένας την κεφαλαιοποιεί λειτουργούν ως υπενθύμιση ότι όλοι μας έχουμε τον προσωπικό μας τρόπο να αγαπάμε τη ζωή. Ορθιοι ή γονατισμένοι – συχνά, και όρθιοι και γονατισμένοι.
Η παριανή Μαρία στέκει αγέρωχη
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, αλλά η Πάρος είχε προηγηθεί της Τήνου. Ισως ο τρόπος που ένιωσα ότι εορτάζεται εκεί η Θεοτόκος με ώθησε στο να αποτολμήσω το ταξίδι στην Τήνο τέτοιες ημέρες. Διότι, στην Πάρο, τα πράγματα μοιάζουν πιο σαφή.
Ισως η Παροικιά, ίσως και όλο το νησί, δεν επιτρέπει τον ευκρινή διαχωρισμό των επισκεπτών της μονής. Η Εκατονταπυλιανή, ένα ζωντανό έργο τέχνης, ένα μνημείο πολλών επιπέδων, επιζεί της πολυκοσμίας.
Σπάνια τόσο δημοφιλείς ναοί, ανήμερα, μάλιστα, τη γιορτή τους, κατορθώνουν να μην παρασυρθούν από τον χείμαρρο των επισκεπτών. Η αρχιτεκτονική του ναού, ο τρόπος που έχουν κατασκευαστεί οι χώροι της μονής μαρτυρούν μιαν αδιόρατη επιθυμία να προστατευθεί από μαζικές συγκεντρώσεις, οι συμμετέχοντες των οποίων εκτείνονται από πιστούς έως απλούς περίεργους.
Στην Παροικιά, ωστόσο, λόγω καλύτερων τουριστικών δομών και αρχιτεκτονικής της πόλης, τουλάχιστον σε σχέση με το φασάντ της τηνιακής Χώρας, οι «κραδασμοί» του μαζικού θρησκευτικού τουρισμού απορροφώνται ευκολότερα.
Η Πάρος έχει εμπειρία στη διαχείριση του τουρισμού, ενώ, εδώ και χρόνια, ελκύει όλο και μεγαλύτερα ποσοστά υψηλού τουρισμού και «μονιμοποιήσεις» κατοίκων, κυρίως Κεντροευρωπαίων αλλά και Ελλήνων. Με ό,τι «χρώματα» κι αν είναι βαμμένοι οι επισκέπτες της Εκατονταπυλιανής, η μαζικότητα των επισκεπτών παραμένει εντονότατη.
«Ευθύνεται» και η πολεοδομία της Παροικιάς λόγω των πολλών στενών, φιδωτών δρόμων, λόγω μιας –ωραίας μεν, άβολης εν προκειμένω δε– αναρχίας, γνώριμης ωστόσο στις Κυκλάδες. Η Τήνος έχει τη λεωφόρο της Μεγαλόχαρης και την παράλληλή της, έχει άνοιγμα προς τη θάλασσα. Η Πάρος δεν διαθέτει κάτι τέτοιο.
Οπως και να ’χει, η Παριανή Μαρία στέκει αγέρωχη. Ισως χαιρετά τη Μεγαλόχαρη εκδοχή της εκεί πιο κάτω. Η μία είναι η «Εκατονταπυλιανή», η άλλη η «Παναγιά της Τήνου». Σκέφτομαι ότι το πώς αποκαλούμε το ίδιο πρόσωπο, τη Μαρία εν προκειμένω, σε διαφορετικούς τόπους είναι ένας κάποιος οδοδείκτης εγγραφής στο συλλογικό μας φαντασιακό. Λίγη σημασία έχει. Η Παροικιά έχει τη δική της Θεοτόκο, κι ας γιορτάζει της Κοιμήσεώς της, τότε που φεύγει από τα εγκόσμια. Η Εκατονταπυλιανή δεν μας άφησε στιγμή να πάρουμε τα μάτια από πάνω της. Η Μεγαλόχαρη δεν μας άφησε να πάρουμε τα μάτια πάνω από τους παρισταμένους. Και στις δύο «εκδοχές» της, όμως, η Μαρία ξέρει να ίσταται πάνω από τους πιστούς της. Πάνω απ’ όλους μας.