H εποπτεία της Ελλάδας την επόμενη μέρα


Για την περίοδο μετά ...

το τέλος του ελληνικού προγράμματος προετοιμάζονται οι θεσμοί και στο πλαίσιο αυτό εξετάζουν τη δυνατότητα ενός πλαισίου εποπτείας της Ελλάδας, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Αν και ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο ως προς τον δρόμο που θα ακολουθήσει η Ελλάδα μετά το πρόγραμμα, έχει αρχίσει η συζήτηση, σε ανεπίσημο προς το παρόν επίπεδο, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για το πλαίσιο που θα διέπει τη συνέχεια των σχέσεων Αθήνας-δανειστών μετά τον Αύγουστο του 2018. Η συζήτηση αυτή, όπως αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν, διεξάγεται προς το παρόν σε ακαδημαϊκό επίπεδο, προετοιμάζοντας το έδαφος για τους θεσμούς.
Όπως επισημαίνουν πηγές των θεσμών, ο λόγος για τον οποίο διερευνάται η δυνατότητα ενός νέου θεσμικού πλαισίου παρακολούθησης είναι το γεγονός ότι η ελληνική περίπτωση είναι πρωτόγνωρη, καθώς το πρόγραμμα διαρκεί πολλά χρόνια, ως το 2060 και το ποσό του δανείου τεράστιο. Επομένως, ό,τι ίσχυσε στις άλλες, πρώην μνημονιακές χώρες, ίσως δεν είναι επαρκές για την περίπτωση της Ελλάδας.
Ακόμη τίποτα δεν έχει αποφασιστεί, αλλά συζητούνται πιθανά σενάρια. Ενα από αυτά προβλέπει τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου παρακολούθησης, που δεν θα έχει ενδεχομένως ελληνικό ονοματεπώνυμο, αλλά θα φωτογραφίζει την Eλλάδα, στη φάση αυτή τουλάχιστον. Στο μέλλον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλη χώρα, εφόσον βρεθεί σε ανάλογη θέση, σημειώνουν οι πηγές.
Το ζητούμενο είναι να διασφαλίζεται η προώθηση μεταρρυθμίσεων, όπως π.χ. η μείωση των «κόκκινων» δανείων, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Μεταξύ των ιδεών που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι να συνδέεται η ελάφρυνση του χρέους με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Ετσι, εάν η Ελλάδα δεν εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις, δεν θα επωφελείται από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Ειδικότερα, στα μέτρα που θα «περικόπτονται», αναφέρεται από πηγές, ότι θα μπορούσαν να είναι η επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα (SMP, ANFA). Πάντως, αναγνωρίζουν ότι είναι δύσκολο να αξιολογείται η εφαρμογή ή μη μιας μεταρρύθμισης, ιδίως όταν αφορά μη μετρήσιμη παρέμβαση.
Εκτός του παραπάνω μηχανισμού, εφόσον ισχύσει, η Ελλάδα σίγουρα θα διέπεται από τους όρους παρακολούθησης που ισχύουν για τις «μεταπρογραμματικές χώρες» (ανά εξάμηνο), ενώ είναι πιθανό να υπαχθεί σε ένα νέο μνημόνιο σε περίπτωση που η έξοδός της από το ισχύον πρόγραμμα συνοδευθεί από μια νέας μορφής στήριξη για την πρόσβασή της στις αγορές, τη λεγόμενη «ενισχυμένη πιστωτική γραμμή» του ESM (ECCL). Σε αυτή την περίπτωση, οι κανόνες προβλέπουν ανά τρίμηνο παρακολούθηση. Βεβαίως, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είπε στο συνέδριο του Economist την περασμένη εβδομάδα ότι η Ελλάδα θα βγει από το μνημόνιο χωρίς να χρειαστεί πιστωτική γραμμή στήριξης.
Ωστόσο, οι θεσμοί πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί οπωσδήποτε μιας μορφής στήριξη από τον ESM με κάποια πιστωτική γραμμή προκειμένου να επιστρέψει στις αγορές. Πιθανολογούν, δε, ότι αυτή θα είναι η ενισχυμένη γραμμή, η ECCL και όχι η απλή «προληπτική γραμμή» (PCCL) που προβλέπει πιο χαλαρή παρακολούθηση αλλά απευθύνεται σε χώρες με καλή οικονομική κατάσταση.
Πολιτικοί παρατηρητές στην Αθήνα εκτιμούσαν την περασμένη εβδομάδα, μετά τις δηλώσεις Τσίπρα, ότι ο πρωθυπουργός ίσως επιχειρήσει εκλογές του χρόνου, με το τέλος του μνημονίου, χωρίς να έχει ζητήσει στήριξη από την ECCL, πετώντας το μπαλάκι στην επόμενη κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ, προτεραιότητα των θεσμών, όπως διαμηνύουν οι πηγές τους, είναι να αναλάβει η κυβέρνηση την «ιδιοκτησία» του προγράμματος. Αυτό είναι το αφήγημα που περιμένουν οι αγορές για να στηρίξουν την έξοδο της Ελλάδας σε αυτές, όπως έγινε και στην περίπτωση της Πορτογαλίας. Σημειώνουν μάλιστα με νόημα ότι τόσο οι θεσμοί όσο και οι αγορές πληροφορούνται την κάθε δήλωση που κάνει κυβερνητικό στέλεχος και την αξιολογούν αναλόγως, ακόμη και αν γίνεται για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης.
Οι θεσμοί αναμένεται να επιστρέψουν στην Αθήνα κάποια στιγμή τον Σεπτέμβριο για μια σύντομη επίσκεψη προετοιμασίας της τρίτης αξιολόγησης. Η αξιολόγηση, ωστόσο, δεν πρόκειται να ξεκινήσει πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου. Οι πηγές των θεσμών εκτιμούν ότι ιδανικά αυτή θα τελειώσει τέλος Νοεμβρίου, αλλά ακόμη είναι νωρίς για τέτοιες εκτιμήσεις.
Έντυπη