Το Κίνημα του Ναυτικού ...
του 1973 αποτέλεσε –σε χρονική παραλληλία με το φοιτητικό κίνημα– καταλύτη πολιτικών εξελίξεων.
Η απόφαση των πιστών στη Δημοκρατία αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού να κινηθούν ανοικτά κατά της δικτατορίας έδειξε στους Ελληνες πολίτες, αλλά και στους διεθνείς παράγοντες ότι δεν ήταν το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων εντεταγμένο στον ρόλο δεσμοφύλακα του ελληνικού λαού.
Η πολιτική σημασία του Κινήματος του Ναυτικού και η πολιτική δυναμική του, της οποίας απετέλεσε εμπύρευμα, δεν έχουν ίσως αποτιμηθεί στο πραγματικό τους μέγεθος. Και τούτο γιατί μετά την προδοσία και την καταστολή του Κινήματος, με τις δεκάδες συλλήψεις αξιωματικών, η επιτυχής πρωτοβουλία του κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Βέλος», αντιπλοιάρχου Νίκου Παππά, να αποχωρήσει από άσκηση του ΝΑΤΟ έριξε τα φώτα της δημοσιότητας στον ίδιο και στο πλήρωμά του.
Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ποικίλων συμφερόντων, η οποία διαμορφώθηκε μετά το επιτυχές πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ήταν κοινή πεποίθηση –και ιδιαιτέρως μετά το αποτυχόν βασιλικό κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967– ότι το Βασιλικό Ναυτικό (το οποίο λίγο αργότερα μετονομάστηκε σε Πολεμικό Ναυτικό) δεν είχε στην ουσία προσχωρήσει στο καθεστώς. Αντιθέτως, η κοινωνική σύνθεση των στελεχών του και η πολιτική προέλευσή τους υπαγόρευαν αρνητική στάση έναντι μιας στρατιωτικής δικτατορίας.
Μια στάση που κράτησαν και ορισμένες προσωπικότητες του αστικού κόσμου, όχι από αντίθεση στις αυταρχικές «λύσεις», αλλά από εναντίωση στη συγκεκριμένη δικτατορία την οποία επέβαλαν –και στον βασιλέα– οι «άξεστοι συνταγματάρχαι».
Η αντίθεση της μεγάλης μερίδας των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού στο καθεστώς, σε πρώτη φάση, εκδηλώθηκε με μεταξύ τους συζητήσεις. Αυτές άρχισαν να μεταλλάσσονται σταδιακά, μέσα από δισταγμούς και παλινδρομήσεις, και με την πολιτική ενδυνάμωση της –κατακερματισμένης ωστόσο– αντιπολίτευσης, σε συνωμοτική κίνηση.
Στην ωρίμανσή της συνέβαλαν και οι διαμάχες μεταξύ των πρωτεργατών της 21ης Απριλίου, που προέκυψαν είτε από φιλοδοξία των πρώην αξιωματικών είτε από σύγκρουση μεγάλων επενδυτικών συμφερόντων στα οποία ορισμένοι εξ αυτών έδειχναν την προτίμησή τους. Διαμάχες οι οποίες, μαζί με τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος, τις εξωτερικές πιέσεις, αλλά και τις επιθυμίες του επιχειρηματικού κόσμου για σύμπλευση με την ΕΟΚ, οδηγούσαν το καθεστώς σε αδιέξοδο και σε προϊούσα αποσύνθεση.
Λιγότεροι δισταγμοί
Σε αυτό το κλίμα, οι ανήσυχοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού άρχισαν να είναι λιγότερο διστακτικοί και να κινούνται περισσότερο. Ηρθαν σε επαφή με τον στενό συνεργάτη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πρώην υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος όμως παράλληλα είχε διαύλους επικοινωνίας με το καθεστώς, στο πλαίσιο της πολιτικής «γέφυρας» που είχε επιλέξει να εφαρμόζει.
Οι αξιωματικοί του Ναυτικού, και ενώ είχαν επιτύχει και τη συμμετοχή ορισμένων αξιωματικών του Στρατού και της Αεροπορίας, προτού προχωρήσουν σε δυναμική κίνηση, ζήτησαν, μέσω του Αβέρωφ στις 8 Μαρτίου, την πολιτική κάλυψη του αυτοεξόριστου στο Παρίσι Καραμανλή.
Ο πρώην πρωθυπουργός υπαγορεύει στον Αβέρωφ την ακόλουθη επιφυλακτική, όπως ήταν λογικό, απάντηση: «Τιμώ την ευαισθησία των αξιωματικών. Δεν δύναμαι ν’ αποθαρρύνω αλλά ούτε και να υιοθετήσω κάτι το οποίον δεν γνωρίζω προσωπικώς. Αν εκδηλωθεί, θα βοηθήσω διά δηλώσεων από εδώ προς εξεύρεσιν συμβιβαστικής λύσεως». Η απάντηση αυτή, καθώς και η άρνηση του βασιλέως Κωνσταντίνου να απαντήσει σε παρόμοιο αίτημά τους αποθάρρυναν, προσωρινά, τους αξιωματικούς, ενώ, εν τω μεταξύ, οι υπηρεσίες του καθεστώτος είχαν επισημαίνει την αύξηση της κινητικότητας στο Πολεμικό Ναυτικό.
Ωστόσο, η πίεση των πραγμάτων και το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η χώρα είχαν ως αποτέλεσμα μια καταλυτική δημόσια δήλωση του Καραμανλή, η οποία δημοσιεύθηκε στις 23 Απριλίου από τις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Athens News» των Αθηνών, από τη «Θεσσαλονίκη» και από την «Εθνική Φωνή» των Χανίων.
Με τη δήλωσή του εκείνη ο Καραμανλής ζητούσε από το καθεστώς: «Να καλέσει τον Βασιλέα, που συμβολίζει την νομιμότητα, και να παραχωρήσει την θέσιν της εις μίαν έμπειρον και ισχυράν Κυβέρνησιν.
Η Κυβέρνησις αυτή, ασκούσα δι’ ορισμένον χρόνον εκτάκτους εξουσίας, θα δημιουργήσει, μακράν από πάθη και αντεκδικήσεις, τας συνθήκας που θα επιτρέψουν να λειτουργήσει η δημοκρατία εις την Ελλάδα και να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός εγκαίρως και ελευθέρως διά το μέλλον του». Η δήλωση Καραμανλή ήταν ρεαλιστική.
Διατηρούσε στο παιχνίδι τον βασιλιά, ικανοποιώντας έτσι τις προσδοκίες των αξιωματικών, τουλάχιστον του Ναυτικού, παρείχε εγγυήσεις στην ηγεσία του καθεστώτος («μακράν από αντεκδικήσεις»), ζητούσε τις αναγκαίες έκτακτες εξουσίες και διαβεβαίωνε ότι «εγκαίρως και ελευθέρως» ο λαός θα αποφασίσει για το μέλλον του. Το καθεστώς αντέδρασε συλλαμβάνοντας τους υπευθύνους της «Βραδυνής» Τζώρτζη και Πάνο Αθανασιάδη.
Ο κύβος ερρίφθη
Ο κύβος όμως είχε ριφθεί για τους επίδοξους κινηματίες του Ναυτικού. Οι αντιπλοίαρχοι Αλέξανδρος Παπαδόγγονας, Παναγιώτης Μάλιαρης και Γεώργιος Σέκερης προσφέρουν την αρχηγία στον απότακτο πλοίαρχο Σπύρο Κονοφάο –εκτιμώντας προφανώς τις αρετές του– ο οποίος και την αποδέχεται. Παράλληλα, ο ναύαρχος Ροζάκης παίρνει από τη Ρώμη την έγκριση του βασιλέως Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με το σχέδιο που κατάρτισε ο πλωτάρχης Αριστείδης Κολιγιάννης, οι κινηματίες τις πρώτες ώρες της 23ης Μαΐου θα κατελάμβαναν τη Σύρο, θα εφάρμοζαν ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης και θα απηύθυναν τελεσίγραφο στον ηγέτη του καθεστώτος Γεώργιο Παπαδόπουλο. Πολιτικός μεσολαβητής είχε ορισθεί ο Αβέρωφ.
Η αντίδραση του καθεστώτος και τα πρόσωπα-κλειδιά
Από πλευράς του καθεστώτος, δύο πρόσωπα διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην αντιμετώπιση των κινηματιών. Ο επικεφαλής του Α2 του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, αντιπλοίαρχος Παναγιώτης Νικολόπουλος και η οιονεί éminence grise (φαιά εξοχότητα) του γραφείου του πρωθυπουργού, συνταγματάρχης Παρασκευάς Ιωαννίδης, άνθρωπος μέχρι τέλους απολύτου αφοσιώσεως στον Παπαδόπουλο.
Ο πρώτος είχε τις καίριες πληροφορίες, οι οποίες επιβεβαιώνονταν και από τις διαδικασίες προπαρασκευής των πολεμικών πλοίων για απόπλου (προμήθεια καυσίμων και τροφίμων για μακρό διάστημα) και ο δεύτερος μεταβίβαζε αυτοπροσώπως την πολιτική αντιμετώπισης των κινηματιών την οποία είχε προκρίνει ο Παπαδόπουλος.
Η πολιτική αυτή, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται από την 21η Μαΐου, απέβλεπε στην πρόκληση σύγχυσης μεταξύ των αξιωματικών του Ναυτικού, ώστε να παραλύσει η θέλησή τους για το τελικό βήμα, δηλαδή την έκρηξη του Κινήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Νικολόπουλος και άλλοι άφησαν να εννοηθεί ή είπαν ευθέως σε ορισμένους εκ των επιδόξων κινηματιών ότι είχαν γίνει αντιληπτοί και θα συλλαμβάνονταν. Αυτό πέτυχε τον στόχο του Παπαδόπουλου προκαλώντας τη ματαίωση του Κινήματος, παρά την επιμονή ορισμένων αξιωματικών ότι, αν οι στρατιωτικοί χτυπήσουν στον Ναύσταθμο Σαλαμίνος, «θα τους γ...σουμε στους μώλους». Δεν έγινε όμως έτσι. Από τις 22 Μαΐου, και ενώ εθεωρείτο δεδομένο ότι το Κίνημα είχε προδοθεί, άρχισαν οι συλλήψεις τις οποίες διενήργησε η ΕΣΑ και στον Ναύσταθμο την επομένη.
Οι κινηματίες, όταν πείστηκαν ότι είχαν προδοθεί, είχαν αποφασίσει κατά την ανάκρισή τους να παραδεχθούν την εμπλοκή τους, αποφεύγοντας έτσι τα χειρότερα. Ωστόσο, δεν ενημερώθηκαν όλοι γι’ αυτή τους την απόφαση και υπήρξαν αξιωματικοί οι οποίοι, αρνούμενοι να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία, βασανίστηκαν άγρια, με αποκορύφωμα την πρόκληση παράλυσης στον ηρωικό ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, αλλά και την κακοποίηση ανώτατων αξιωματικών του Ναυτικού.
Την όλη εικόνα αποτυχίας του Κινήματος ανέτρεψε ο μυημένος σε αυτό Νίκος Παππάς. Το αντιτορπιλικό «Βέλος», του οποίου ήταν κυβερνήτης, συμμετείχε στην εξαμηνιαία άσκηση του ΝΑΤΟ Deterrent Force στο Τυρρηνικό Πέλαγος. Στις 24 Μαΐου ενημερώνει το πλήρωμά του ότι θα αποχωρήσει από την άσκηση καταγγέλλοντας τη δικτατορία. Περίπου ομοθύμως και με ενθουσιασμό το πλήρωμά του συντάσσεται με την πρόθεσή του. Την επομένη το «Βέλος» αποχωρεί από την άσκηση και καταπλέει στο Φιουμιτσίνο, επίνειο της Ρώμης.
Ξεσηκώνεται διεθνής σάλος. Ολα τα βλέμματα των μέσων δημοσιότητας είναι στραμμένα στον Παππά και τους άνδρες του. Το μήνυμά του είναι απλό: Αντίθεση και καταγγελία της δικτατορίας και πίστη στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, ο κύριος όγκος αντίδρασης στη δικτατορία ήταν ο μεγάλος αριθμός των μυημένων αξιωματικών που συνελήφθησαν.
Στην Ελλάδα το καθεστώς θορυβείται σφόδρα, όχι μόνον εξαιτίας της διεθνούς δημοσιότητας, αλλά και λόγω του ότι η αντίθεση ενός ολόκληρου Οπλου είχε εμφανιστεί εμπράκτως και ήταν εύλογο ότι θα επιταχύνονταν οι πολιτικές εξελίξεις και θα κινητοποιούντο μαζικοί και μη πολιτικοί παράγοντες που μέχρι τότε δεν είχαν αποτολμήσει το μεγάλο βήμα. Ταυτόχρονα συνεχίζονται οι συλλήψεις, οι οποίες επεκτείνονται και σε πολιτικά πρόσωπα, ανάμεσά τους και ο Αβέρωφ. Παράλληλα, διατάσσεται τακτική ανάκριση κατά των Καραμανλή, Γεωργίου Ράλλη, Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, Πέτρου Γαρουφαλιά, Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη, Νικήτα Βενιζέλου και άλλων.
Κατόπιν αυτών, οι πολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες. Ο Παπαδόπουλος αποφασίζει φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Προβαίνει στη Μεταπολίτευση του 1973 καταργώντας το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας και εγκαθιστώντας προεδρική «δημοκρατία» με πρόεδρο τον ίδιο, πράξη η οποία επικυρώνεται από δημοψήφισμα, το οποίο διεξήχθη σε σχετικώς μη αυταρχικές πολιτικές συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, οι κατηγορηθέντες για το Κίνημα αμνηστεύονται, αλλά και πολλοί εξ αυτών αποτάσσονται.
Το Κίνημα του Ναυτικού σήμανε την αρχή του τέλους της δικτατορίας...