Η ΠΓΔΜ, παρά τη ...
διαφαινόμενη άρση του πολιτικού αδιεξόδου, βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Η τωρινή κρίση έχει ως σημείο αναφοράς τη διακυβέρνηση Γκρούεφσκι, η οποία χαρακτηρίστηκε από αυταρχισμό, διαφθορά, σκάνδαλα και οικονομική στασιμότητα.
Οι σχέσεις με το αλβανικό στοιχείο επιδεινώθηκαν, με αποτέλεσμα τη σύμπραξη του συνόλου της αλβανικής μειονότητας με τους Σοσιαλδημοκράτες. Πλέον, ο Γκρούεφσκι δεν ανησυχεί μόνο για την «αλβανοποίηση» της FYROM, όσο για την πολιτική του επιβίωση και πρωτίστως για τον μεγάλο βαθμό έκθεσής του σε ζητήματα που άπτονται της δικαιοσύνης και για τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει ήδη διωχθεί. Ασφαλώς, η δημιουργία ενός απόλυτα ελεγχόμενου και διεφθαρμένου μηχανισμού προσφέρει στο εθνικιστικό κόμμα του δυνατότητες «ρύθμισης» της κατάστασης προς την επιθυμητή, ανάλογα τη συγκυρία, κατεύθυνση.
Επί παραδείγματι, η «ολιγωρία» κάποιων δυνάμεων ασφαλείας επέτρεψε την εισβολή διαδηλωτών στο Κοινοβούλιο την προπερασμένη εβδομάδα. Ο αντίκτυπος βέβαια ήταν μάλλον διττός. Από τη μία επιχειρήθηκε να αναβιώσουν τα εθνοτικά πάθη και να κατηγοριοποιηθούν οι Σλαβομακεδόνες σε πατριώτες και ενδοτικούς έναντι του αλβανικού στοιχείου.
Εν συνεχεία, να τονιστεί η σημασία της εξεύρεσης συμβιβασμού με τον Γκρούεφσκι, ειδάλλως, θα επικρέμαται η παρατεταμένη αστάθεια. Από την άλλη, λόγω τεταμένων συνθηκών, ο σχηματισμός κυβέρνησης κατέστη απαραίτητος, τουλάχιστον για τη Δύση, με αποτέλεσμα εν τοις πράγμασι να δώσει το «πράσινο φως» στον συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών - αλβανικών κομμάτων.
Ο πρόεδρος Ιβανόφ, ενώ κωλυσιεργούσε, κατόπιν πιέσεων, φαίνεται τελικά πως θα αναθέσει τη διερευνητική εντολή στον Ζάεφ, ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση με τα αλβανικά κόμματα. Υπάρχουν άραγε ανταλλάγματα για να μεταπειστεί και ο Γκρούεφσκι;
Πάντως, ο διαχωρισμός των πολιτικών κομμάτων με βάση εθνοτικά, θρησκευτικά, ακόμη και πολιτισμικά χαρακτηριστικά δυσχεραίνει μακροπρόθεσμα τις όποιες προσπάθειες ουσιαστικής αποκατάστασης των σχέσεων σε επίπεδο πολιτών, όχι απλά της ελίτ.
Ετσι, η αίσθηση της κοινής/ενιαίας πατρίδας εκλείπει συν τω χρόνω, παραπέμποντας περισσότερο σε μία ένωση φατριών, όπου η καθεμία μάχεται για τα συμφέροντα της εθνoτικής κοινότητας που εκπροσωπεί. Τι όμως θα σημάνει για τη συνέχεια τυχόν επιβολή των θέσεων των αλβανικών κομμάτων για ισονομία και ισοπολιτεία, με ορατή τη σταδιακή αναβάθμισή τους σε συστατικό έθνος της ΠΓΔΜ;
Περιφερειακοί δρώντες και εξωτερικοί παίκτες (ΗΠΑ, Ρωσία) σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό επηρεάζουν τις εξελίξεις. Τα εργαλεία πίεσης εκ μέρους των Βρυξελλών έχουν προσώρας εξασθενήσει, εν τη απουσία σοβαρής ευρωπαϊκής προοπτικής.
Η Ουάσιγκτον, υπερεκτιμώντας τη θέση της Μόσχας στην περιοχή (αξιοπρόσεκτη η επιρροή της στη Σερβία) και ενόψει ευρύτερων ανακατατάξεων (είσοδος Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ) επιζητεί μία γρήγορη λύση. Το ΝΑΤΟ λογικά θα επανέλθει με το δέλεαρ της ένταξης.
Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα κληθεί (ίσως και υπό ασφυκτικές συνθήκες) να διευκολύνει τις διεργασίες, χάριν της ανάγκης σταθεροποίησης της κατάστασης, ενώ δύσκολα θα προκύψουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις γύρω από το ονοματολογικό ζήτημα υπό τη νέα κυβέρνηση.
Η Αθήνα πράττει ορθά και τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων, διατηρώντας ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με τα εμπλεκόμενα μέρη, αν και τα ερείσματά της είναι περιορισμένα, με τους Σλαβομακεδόνες ειδικότερα να μας στοχοποιούν συχνά και με χαρακτηριστική ευκολία. Πάντως, προκειμένου να μην επηρεαστεί η προοπτική μετεξέλιξής μας σε εμπορικό κόμβο και ενεργειακό διαμετακομιστή η επαναφορά στην ομαλότητα δεν μπορεί παρά να αποτελεί άμεση προτεραιότητα.
Η επίκληση της «Μεγάλης Αλβανίας» εκ μέρους του Ράμα, πέρα από εγχώριες (προ)εκλογικές σκοπιμότητες, εξυπηρετεί την προσπάθεια ανάδειξής του σε πόλο ισχύος, εφόσον «συστήνεται» ως ο κύριος εκφραστής του απανταχού αλβανικού στοιχείου στην περιοχή, κάτι που «δικαιωματικά» πρέπει να τον καταστήσει βασικό συνομιλητή του διεθνούς παράγοντα.
Πιθανόν να ενέχει και στοιχεία εκβιασμού, τώρα που τελεί υπό πίεση. Ακόμη, όμως, και αν τα Τίρανα επενδύουν στην εύθραυστη κρατική υπόσταση του Κοσόβου και την ένταση στη FYROM ώστε να διατηρείται «ζωντανός» ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός, γνωρίζουν, όπως και η Πρίστινα, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, ούτε καν υφίσταται το απαραίτητο πλειοψηφικό ρεύμα στους αλβανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, οι οποίοι προσανατολίζονται προς την Ευρώπη.
Ωστόσο, τέτοιες ρητορικές και αντιλήψεις εκπέμπουν επικίνδυνα μηνύματα προς τους εκατέρωθεν ακραίους (και δη τις ένοπλες ομάδες), καλλιεργώντας τους την αίσθηση πως είναι περίπου υποχρεωμένοι να προστρέξουν στην προστασία ομοεθνών τους ή ακόμη και να υποδαυλίσουν εθνικισμούς και εντάσεις.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.