Στουρνάρας: Ετσι θα βγούμε από την κρίση και θα πάμε σε υψηλή ανάπτυξη


«Πρέπει να πείσουμε τους ...

εταίρους μας για μείωση του στόχου των πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2% για το διάστημα μετά το 2021. 
Αυτό θα μας δώσει δημοσιονομικό χώρο για μείωση της φορολογίας, η οποία θα ενισχύσει την ανάπτυξη και θα αλλάξει προς το καλύτερο την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους».
Την πρόταση αυτή έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γιάννης Στουρνάρας από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, με το βλέμμα στραμμένο στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, για τις οποίες εμφανίστηκε αισιόδοξος, υπό την προϋπόθεση ότι θα κλείσει η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η Τράπεζα της Ελλάδας θεωρεί πως το δημοσιονομικό μείγμα πρέπει να αλλάξει και «να μην είμαστε πλέον μία φοροκεντρική οικονομία», κάτι το οποίο χαρακτήρισε «επικίνδυνο».
Πρότεινε στο πλαίσιο αυτό και μία εκδοχή για ελάφρυνση του χρέους της ελληνικής οικονομίας μέσω μίας «ήπιας άσκησης» εξομάλυνσης τόκων και επιμηκύνσεις δανείων.
Παρότρυνε την κυβέρνηση να προχωρήσει ταχύτερα σε ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και να ψηφίσει τους νόμους για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, την απαλλαγή των τραπεζικών στελεχών από ποινικές ευθύνες για την αναδιάρθρωση δανείων και την εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι με την προϋπόθεση πως θα κλείσει η αξιολόγηση σύντομα, θα πρέπει να αναμένονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Επισήμανε δε ότι η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει μάθει να ελέγχει αποτελεσματικά την εκτέλεση του προϋπολογισμού και ότι το 2016 βρέθηκε πολύ κοντά στους στόχους που είχαν τεθεί.
Παράλληλα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ανέφερε ότι στην ζώνη του ευρώ έχει αρχίσει να σταθεροποιείται η ανάπτυξη, όμως επισήμανε τις απειλές λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας.
Ως βασικές παραμέτρους της αβεβαιότητας αυτής ανέφερε τους πολιτικούς κινδύνους, λόγω των εκλογών σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία), την άνοδο του λαϊκισμού, την ενίσχυση του προστατευτισμού, την αδυναμία φορολόγησης των κερδισμένων της παγκοσμιοποίησης, την έξαρση του προσφυγικού, του Brexit και της ρευστότητας λόγω της νέας πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ.