Με τη δεύτερη ...
αξιολόγηση να βρίσκεται σε εξέλιξη και με την κυβέρνηση να στοχεύει στην ολοκλήρωσή της πριν από το τέλος του χρόνου, στις Βρυξέλλες, ενώ όλοι καταλαβαίνουν ποια θα είναι τα οφέλη μιας αξιολόγησης-εξπρές, διατηρούν τις αμφιβολίες τους για το κατά πόσον θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Όπως λένε, αυτή η αξιολόγηση έχει μία σειρά από σημαντικά προβλήματα.
Κατ’ αρχάς, η ολοκλήρωσή της θα είναι δύσκολη όχι μόνο για το πολιτικό κόστος που θα έχει για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις αναμένονται να είναι δύσκολες πολιτικά, αλλά και γιατί οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα είναι δύσκολο να συμφωνηθούν και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναμένουν ότι το ΔΝΤ θα κρατήσει πολύ σκληρή στάση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, σηκώνοντας τον πήχυ ιδιαίτερα στα θέματα που αφορούν το βάθος των εργασιακών μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερο πρόβλημα στη διαπραγμάτευση είναι η συμφωνία που πρέπει να επιτευχθεί για το χρέος, στην οποία βασικά πρέπει να υπάρξει ένας συμβιβασμός που θα είναι πολιτικά αποδεκτός από τη Γερμανία, ενώ από την άλλη θα δίνει μια θεσμική κάλυψη στο ΔΝΤ. Αυτό που ψάχνουν στις Βρυξέλλες είναι μια φόρμουλα που να επιτρέπει στο Ταμείο να συμμετάσχει στο πρόγραμμα όχι απαραίτητα με άμεση χρηματοδότηση, αλλά με μια μορφή χρηματοπιστωτικής γραμμής (credit line) που θα του δίνει την εξουσιοδότηση να είναι ισότιμο μέλος της τρόικας, όπως θέλουν μία σειρά από κράτη-μέλη. Αλλά πάντα χωρίς να βάζει άμεσα χρήματα στο πρόγραμμα.
Το Ταμείο για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα πρέπει να αποφανθεί ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο έπειτα από μια ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που θα κάνει το ίδιο. Ομως, αυτή τη στιγμή σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να γίνει η ανάλογη ανάλυση.
Την ευθύνη για τον σχεδιασμό των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων έχει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Εχουν σχεδιαστεί τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, στα οποία θα πρέπει να συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη.
Αυτά τα μέτρα είναι η εξομάλυνση του προφίλ των αποπληρωμών από 28 χρόνια που είναι σήμερα στα 32,5 χρόνια, έτσι ώστε να αποφευχθούν κάποιες μεγάλες αυξήσεις στο προφίλ των αποπληρωμών. Μέτρα για να σταθεροποιηθούν τα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και τέλος άρση μιας μεγάλης αύξησης των επιτοκίων το 2017 για ένα μικρό μέρος του ελληνικού χρέους.
Πάντως, για να συμφωνήσει το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα έχει ξεκαθαρίσει ότι χρειάζεται κάποια δέσμευση από την πλευρά των Ευρωπαίων, όχι μόνο για τα βραχυπρόθεσμα αλλά και για τα μακροπρόθεσμα μέτρα, αυτά που θα τεθούν σε ισχύ τα επόμενα χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος, έτσι ώστε αν το χρέος της χώρας ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ, που έχουν συμφωνήσει Ευρωπαίοι και ΔΝΤ ότι είναι το όριο, τότε να υπάρχει ένας μηχανισμός που να το μειώνει. Οι Ευρωπαίοι δεν αναμένεται να δεχθούν κάτι τέτοιο χωρίς συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ για το ΔΝΤ θα πρέπει να γίνεται αυτόματα.
Ενδεικτικό του πόσο διαφορετικές είναι ακόμα και σήμερα οι απόψεις ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ανάμεσα στο ΔΝΤ και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, είναι οι δηλώσεις του επικεφαλής του ΕSM, κ. Ρέγκλινγκ την περασμένη Παρασκευή.
Ο κ. Ρέγκλινγκ δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα με το χρέος της για τουλάχιστον ακόμα μία δεκαετία, υιοθετώντας τη «σκληρή» γερμανική θέση για τη μη αναγκαιότητα για ελάφρυνση του χρέους σε αντίθεση με τις δηλώσεις της επικεφαλής του ΔΝΤ κ. Λαγκάρντ, από την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, που προειδοποιούσε ότι το ελληνικό χρέος «είναι ξεκάθαρα» μη βιώσιμο.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε είχε και αυτός τονίσει από την πλευρά του στην Ουάσιγκτον ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος της αλλά η ανάγκη να γίνει ανταγωνιστική. «Συμφωνώ πιο πολύ με τον κ. Σόιμπλε και λιγότερο με την κ. Λαγκάρντ» δήλωσε ο κ. Ρέγκλινγκ, υπογραμμίζοντας την τεράστια εξοικονόμηση που κάνει η Ελλάδα δανειζόμενη από τον ESM, ίση με περίπου το 5% του ΑΕΠ της χώρας κάθε χρόνο. «Αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα» είπε ο κ. Ρέγκλινγκ, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση του ότι «η Ευρωζώνη δείχνει την αλληλεγγύη της στην Ελλάδα με αυτό τον τρόπο, κάθε χρόνο».
Το Μεσοπρόθεσμο
Ενα επίσης πολύ σημαντικό πρόβλημα που πιέζει την κυβέρνηση να ολοκληρώσει την αξιολόγηση πριν από το τέλος του έτους είναι το πότε θα γίνει η κατάθεση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος. Το Μεσοπρόθεσμο έχει τετραετή διάρκεια και είναι βασικά η δέσμευση της κυβέρνησης για το ύψος των δαπανών που θα κάνει τα πρώτα δύο έτη της τετραετούς περιόδου.
Ετσι, αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις πριν από το τέλος του χρόνου, τότε ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι και για το 2019 στο ιδιαίτερα υψηλό 3,5%, που για να ικανοποιηθεί απαιτεί πρόσθετα μέτρα.
Η Αθήνα, άλλωστε, ήθελε να επαναδιαπραγματευθεί και να μειώσει τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2019, καθώς η συμφωνία με τους εταίρους είναι μέχρι το 2018. Αν όμως συμφωνηθεί το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα το 2017, τότε τα όρια δαπανών θα τεθούν και στο έτος 2019, χωρίς να αφήνει περιθώρια μείωσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Αν, ωστόσο, η κυβέρνηση καταθέσει μέχρι το τέλος του έτους το Μεσοπρόθεσμο, αυτό θα αφορά την περίοδο 2017-2020 και θα έχει δεσμευτικά όρια δαπανών για το 2017 και το 2018, τις χρονιές που έτσι και αλλιώς η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει τον στόχο του πλεονάσματος (1,7% του ΑΕΠ για το 2017 και 3,5% του ΑΕΠ για το 2018).