«Εφαρμόζουμε επιτέλους ...
όσα έχει προβλέψει ο νόμος για την αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης». Με αυτήν τη φράση ολίγων δευτερολέπτων ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς προανήγγειλε στις 10 Φεβρουαρίου 2015, κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, την πρόθεσή του να αδειοδοτήσει.
Είχα την τιμή –όταν εν συνεχεία ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους στους διαδρόμους της Βουλής– να αναφερθεί ρητά στον Νόμο 3592 του 2007, τον οποίον, τότε, ως αρμόδιος υπουργός είχα εισηγηθεί στο σώμα. Αργότερα, τον Οκτώβριο του 2015, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να φέρει έναν καινούργιο δικό του νόμο. Αφαίρεσε από τον προηγούμενο πρόνοιες μοριοδότησης και ποιοτικά κριτήρια και ακολούθησε το πρωθυπουργικό ρηθέν: «Όποιος δώσει τα περισσότερα θα πάρει κανάλι».
Ακόμη κι αν σεβαστεί κανείς την πολιτική επιλογή δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος στην παραβίαση του Συντάγματος, την οποίαν επιβεβαίωσε το Ανώτατο Δικαστήριο. Η κυβέρνηση, κατά την συνήθειά της, επιτέθηκε σε όλους και προτίμησε τη φτηνή προπαγάνδα αντί να δει την πραγματικότητα. Προπαγάνδα που δεν μπορεί να καλύψει τα αλλεπάλληλα λάθη.
Η αρχική έλλειψη συνεννόησης για τη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως έφερε την παραβίαση του Συντάγματος, από το οποίο η «πρώτη φορά Αριστερά» θεώρησε ότι μπορεί να διαγράψει κάποιες λέξεις. Αλίμονο. Ο καταστατικός χάρτης δεν είναι κενός περιεχομένου, διαφυλάττει το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το ήθος και τις συνεκτικές αξίες μιας κοινωνίας, οπότε δεν μπορεί να γίνεται σεβαστός κατά το δοκούν.
Πέραν του λαϊκισμού στη ρητορική των κυβερνητικών στελεχών αναδύεται κάτι πολύ βαθύτερο. Πρόκειται για μια ιδεολογική επιλογή που βλέπει την κοινωνία ταξικά, δηλαδή διαιρετικά και όχι ενοποιητικά.
Ενώ όμως το πεδίο της οικονομίας είναι κατ’ εξοχήν το πεδίο της ταξικής διαίρεσης, σύμφωνα με τα αριστερά πιστεύω, η εφαρμογή των μνημονίων εξάλειψε αυτό το πεδίο, με αποτέλεσμα να αναζητείται από τους ιθύνοντες της Αριστεράς ένα άλλο, πιο πρόσφορο πεδίο για την αναζήτηση των ταξικών της αντιπάλων. Και το βρήκε στο πεδίο της τηλεόρασης.
Μίλησε για «27 χρόνια ανομίας» ξεχνώντας ότι είχαν προηγηθεί αδειοδοτήσεις, διαγωνιστικές διαδικασίες και εσχάτως η Βουλή με νόμους έδινε παρατάσεις λειτουργίας των καναλιών. Κακώς δεν ανανεώθηκαν οι αρχικές άδειες και ο καθένας εκ των υπευθύνων αναλαμβάνει το μερίδιο της δικής του ευθύνης.
Συγκαταλέγω τον εαυτό μου μεταξύ εκείνων που δεν μπόρεσαν, παρότι το επεδίωξαν να αδειοδοτήσουν. Το δεύτερο ψεύδος αφορά στη δήθεν «δωρεάν χρήση συχνοτήτων». Ολα τα κανάλια σταθερά πλήρωναν το 2% επί του ετήσιου τζίρου τους ως ενοίκιο για τη συχνότητα. Επιπλέον, εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια και ένας ακόμη ειδικός φόρος τηλεόρασης σε ποσοστό 20% επί του τζίρου.
Κάτι που δεν ισχύει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το τρίτο ψεύδος αφορά τον αριθμό των αδειών. Το Media Lab του MIT, το οποίο με τις έρευνές του έχει συμβάλει περισσότερο από κάθε άλλο ερευνητικό εργαστήριο παγκοσμίως στο θέμα των ψηφιακών μέσων, έσπευσε εγκαίρως να δηλώσει ότι με το υπάρχον καθεστώς χωράνε σήμερα τουλάχιστον 16 κανάλια και όχι μόνον τέσσερα.
Τώρα η κυβέρνηση επανέρχεται και δηλώνει ότι θα κάνει αυτό που κατηγορούσε. Θα νομοθετήσει ολιγόχρονη παράταση λειτουργίας των καναλιών με βεβαιώσεις νομιμότητας. Πλην όμως αυτές οι βεβαιώσεις δεν μπορούν να εκδοθούν από την εκτελεστική εξουσία.
Είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ, σύμφωνα μάλιστα και με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ. Εάν το υποκείμενο χορήγησης των βεβαιώσεων είναι πάλι ο υπουργός, μοιραία και αυτή η ρύθμιση θα κριθεί αντισυνταγματική. Και τότε θα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Ευαγγελίου: «Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης».
Ο υπουργός Eπικρατείας είχε μιλήσει –τον Φεβρουάριο του 2010 στη Βουλή– για τον «πιο γλυκό μονόδρομο, τον μονόδρομο της υπεράσπισης του λαού και των συμφερόντων του». Θα δεχθώ ότι αυτές ήταν οι αρχικές του προθέσεις.
Η μακρά γνωριμία μας με κάνει να είμαι πιο ελαστικός στην κριτική απέναντί του. Φοβούμαι όμως ότι ετοιμάζεται να κάνει ένα ακόμη λάθος, επειδή παίρνει προσωπικά τις κρίσεις των πολιτικών του αντιπάλων και του ανωτάτου δικαστηρίου. Τα πράγματα θα ήταν απλούστερα αν είχε εγκαίρως δεχθεί την πρόκληση να μην απογυμνώσει το ΕΣΡ από τις αρμοδιότητές του και είχε θέσει ένα –όσο υψηλό– τίμημα έκρινε για κάθε άδεια. Ο μονόδρομος, πλέον, κάθε άλλο παρά γλυκός είναι.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε κάποτε πως «οδηγός που δεν ξέρει να βάζει όπισθεν είναι κακός οδηγός». Και όπισθεν δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην παράδοση άνευ όρων, αλλά επιστροφή στη θεσμική λειτουργία της πολιτείας. Τότε δικαιώνεται ο πολιτικός ηγέτης.
*Ο κ. Θ. Ρουσόπουλος είναι πρώην υπουργός Επικρατείας και επισκέπτης καθηγητής Επικοινωνίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.