Ας πάρουμε τα ...
γεγονότα με τη σειρά, μήπως και καταφέρουμε να βγάλουμε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.
Τον Οκτώβριο του 2014, ο Αγγελος Δεληβορριάς, που μεταμόρφωσε το Μουσείο Μπενάκη –οργανωτικά, κτιριακά αλλά και από πλευράς συλλογών– σε ένα από τα κορυφαία μουσεία της Ελλάδας, αποχώρησε από τη διεύθυνση έπειτα από 41 ολόκληρα χρόνια.
Ακολούθησε ανοιχτός διεθνής διαγωνισμός με καταθέσεις φακέλων από τους ενδιαφερομένους, έτσι ώστε να βρεθεί ο κατάλληλος που θα μπορούσε να τον διαδεχθεί. Έπειτα από χρονοβόρο διαδικασία, βγήκε ο «λευκός καπνός» τον Ιανουάριο του 2016. Επρόκειτο για τον σαραντάχρονο Γάλλο Ολιβιέ Ντεκότ, ο οποίος επικράτησε των άλλων διεκδικητών.
Το πλεονέκτημά του ήταν ότι γνώριζε την πατρίδα μας μέσα από τη θητεία του ως επικεφαλής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ο Ντεκότ εμφανίστηκε ως μια ομόφωνη επιλογή και η προτίμησή του, όπως έγραφε η ανακοίνωση του Μουσείου, «προήλθε, αφενός, από την επίγνωσή μας για τις ειδικές σημερινές ανάγκες του ιδρύματος για ενδυνάμωση και εξωστρέφεια και, αφετέρου, από την αποδεδειγμένη εμπειρία του ως επικεφαλής σημαντικών πολιτιστικών οργανισμών». Άλλοι βέβαια υπογράμμιζαν ότι ναι μεν ήξερε κάπως τα ελληνικά πράγματα, όμως δεν μιλούσε την ελληνική γλώσσα και σίγουρα θα έβρισκε εμπόδια στην πορεία του.
Οι φήμες έγιναν λακωνική ανακοίνωση
Ο Γάλλος ανέλαβε τα ηνία επισήμως τον Μάρτιο του 2016, αλλά ήδη από το καλοκαίρι ξεκίνησαν να διαδίδονται οι φήμες πως δεν θα μακροημερεύσει. Το ανοιχτό σε φίλους πάρτι των γενεθλίων του, στις αρχές Σεπτεμβρίου, στην Ταινιοθήκη, έδειξε πως όλα ήταν φυσιολογικά, μέχρι πριν από μερικές ημέρες που ακούστηκε πλέον έντονα πως αποχωρεί. Και χθες η φήμη έγινε επίσημη ανακοίνωση για από κοινού λύση της συνεργασίας με το Μουσείο Μπενάκη σε μια λακωνική παράγραφο.
Τι φταίει για το «διαζύγιο»; Κανείς δεν τοποθετείται επί του θέματος που φέρνει το Μπενάκη σε δυσχερή θέση. Μένει ακέφαλο σε μια περίοδο όπου θα έπρεπε να καλπάζει προς τα μπροστά για να γλιτώσει τα χειρότερα που απειλούν όλα τα πολιτιστικά ιδρύματα μέσα στην επιδεινούμενη οικονομική κρίση.
Δικαιολογίες από επίσημα χείλη θα ακούσουμε πιθανώς σε συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα όπου θα ανακοινωθεί η συνεργασία του Μουσείου με το Εθνικό Θέατρο. Οι πρώτες κουβέντες που διαρρέουν από κύκλους του Μπενάκη αφορούν το θέμα της στρατηγικής.
Πώς, όμως, είναι δυνατόν να διαπιστώνουν τώρα ότι υπάρχει διάσταση απόψεων, ενώ είναι προφανές ότι ο Ντεκότ προσελήφθη ακριβώς διότι ταίριαζε η προσωπικότητά του στα σχέδια της μελλοντικής πορείας του μουσείου; Επίσης απορεί κανείς πώς δεν του δόθηκε μεγαλύτερη περίοδο χάριτος, έτσι ώστε να μπορέσει να φέρει αποτελέσματα, που όλοι ξέρουμε ότι δεν μπορούν να φανούν μέσα σε ένα εξάμηνο.
«Βαριά φανέλα»
Πάντως είναι σαφές ότι ο διάδοχος του Αγγελου Δεληβορριά θα περνούσε δύσκολα στην αρχή, για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι έπρεπε να φορέσει τη «βαριά φανέλα» μιας προσωπικότητας που έχαιρε καθολικού σεβασμού και που είχε μάθει να λειτουργεί από μόνος του ως ορχήστρα.
Ο διακεκριμένος αρχαιολόγος έστηνε τα αντικείμενα στις προθήκες, ήξερε να χειρίζεται τα θέματα του μουσείου με την πολιτεία, να συγκεντρώνει δωρεές, να εκπροσωπεί το μουσείο με χάρη και αποτελεσματικότητα. Ηταν από ένα «καλούπι» που έχει πια σπάσει και είναι αδύνατον σήμερα να βρει κανείς στην «αγορά» κάποιον τόσο χαρισματικό όσο εκείνος.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η επιλογή του Ντεκότ στηρίχθηκε αρκετά στην προσδοκία ότι θα καταφέρει να κάνει «fundraising», δηλαδή να βρει χρήματα για το Μουσείο στο εξωτερικό, κάτι που θέλει χρόνο και μεγάλες διεργασίες.
Αυτό που σίγουρα διέθετε ο Γάλλος ήταν ο κοσμοπολιτισμός και η προώθηση της εξωστρέφειας του Ιδρύματος, ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει σήμερα ένα μουσείο για να επιβιώσει. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία δύο χρόνια πολλά μουσεία στην Βρετανία αλλά και στη γειτονική Ιταλία απέκτησαν ξένους διευθυντές, μέσα από ακριβώς αυτό το σκεπτικό. Η επιλογή ενός Γάλλου, του πρώτου ξένου διευθυντή στην Ελλάδα, δεν ήταν μια ιδιαιτερότητα αλλά άλλη μια περίπτωση στον ίδιο κανόνα.
Και τώρα τι;
Αν πάντως μπει κανείς στον πειρασμό να κάνει υποθέσεις, τότε το μόνο που μπορεί να υποψιάζεται είναι ότι, για άγνωστους λόγους, ο Ντεκότ δεν είχε πλέον την αποδοχή της ηγετικής ομάδας που βρίσκεται στο μουσείο, είτε δηλαδή της οικογενείας Γερουλάνου είτε άλλων ισχυρών ανθρώπων που ανέλαβαν να βάλουν πλάτη όταν το μουσείο ήταν σε κίνδυνο πριν από λίγο καιρό.
Το ζήτημα, βεβαίως, είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Υπάρχουν τρεις επιλογές: είτε να ξαναγίνει διεθνής διαγωνισμός, κάτι που θα αφήσει το μουσείο χωρίς διεύθυνση για πολύ καιρό ακόμα, είτε να βρεθεί μια λύση ανάμεσα στους συνυποψήφιούς του στη βραχεία λίστα ή να εμφανιστεί κάποιος ως deus ex machina. Οψόμεθα...