Παράθυρο για απευθείας αναθέσεις


Το τέχνασμα της ...


κατάτμησης σε μικρότερα κομμάτια διαγωνισμών για δημόσιες συμβάσεις εισάγει με νομοσχέδιο το υπουργείο Οικονομίας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για απευθείας αναθέσεις και πρόχειρους διαγωνισμούς ακόμη και στις περιπτώσεις που κανονικά θα έπρεπε να διενεργηθούν ανοιχτοί διαγωνισμοί. 

Η κυβέρνηση εν μέσω θέρους φέρνει στη Βουλή ένα ογκώδες νομοθέτημα, άνω των 500 σελίδων, το οποίο αναμενόταν από πέρυσι και στην πραγματικότητα κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω: με το νομοσχέδιο αυτό προσαρμόζει μεν την εθνική νομοθεσία με τις πλέον πρόσφατες κοινοτικές οδηγίες επί των δημοσίων συμβάσεων, ακυρώνει όμως σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια που γίνεται με το ίδιο νομοθέτημα για επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης διαφάνειας και οικονομίας χρόνου και χρήματος στις κρατικές προμήθειες. Μάλιστα, επιλέγει αυτό τον δρόμο, την ώρα που οι δημόσιες συμβάσεις –ειδικά σε ό,τι αφορά τα δημόσια έργα– βρίσκονται στο μικροσκόπιο της Κομισιόν με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τη δράση του καρτέλ των κατασκευαστικών εταιρειών.

Ειδικότερα, στο άρθρο 118 προβλέπεται ότι αν και η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των 20.000 ευρώ, μπορεί να επιτρέπεται για την ανάθεση τμήματος ή τμημάτων σύμβασης της οποίας η αξία είναι μεγαλύτερη, εφόσον η συνολική εκτιμώμενη αξία των συγκεκριμένων τμημάτων δεν υπερβαίνει το παραπάνω ποσό ούτε το 20% της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων της σύμβασης. Μάλιστα, η απευθείας ανάθεση (δηλαδή χωρίς εκ των προτέρων δημοσιότητα οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τη σύμβαση στην εταιρεία της επιλογής τους) διενεργείται χωρίς να απαιτείται η συγκρότηση συλλογικού οργάνου για τον σκοπό αυτό.

Κάτι αντίστοιχο προβλέπεται και στο άρθρο 117. Σύμφωνα με αυτό, αν και η προσφυγή στη διαδικασία του συνοπτικού (πρόχειρου) διαγωνισμού επιτρέπεται όταν η αξία της σύμβασης είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των 60.000 ευρώ, μπορεί να επιτραπεί για ανάθεση τμήματος ή τμημάτων σύμβασης μεγαλύτερης αξίας. 

Προϋπόθεση είναι η συνολική εκτιμώμενη αξία των τμημάτων να μην υπερβαίνει τα 60.000 ευρώ ούτε το 20% της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων της σύμβασης. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο του πρόχειρου διαγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλέσει η ίδια τρεις προμηθευτές να υποβάλουν προσφορές, ενώ η υποβολή ακόμη και μιας προσφοράς δεν αποτελεί κώλυμα για τη συνέχιση του διαγωνισμού.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο, τούτο γίνεται για να αποφεύγονται χρονοβόρες διαδικασίες, ενώ το υπουργείο Οικονομίας υποστηρίζει ότι έτσι θα διευκολυνθεί η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στους διαγωνισμούς. Οι όποιες ασφαλιστικές δικλίδες κρίνονται όμως ανεπαρκείς, ακόμη και από υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου που είχαν προβεί σε διαφορετικές εισηγήσεις, οι οποίοι θεωρούν πιθανή την καταχρηστική εφαρμογή των παραπάνω άρθρων.

Επιπλέον, στο άρθρο128 προβλέπεται η απευθείας ανάθεση υπηρεσιών συμβούλων όταν πρόκειται να εκτελεστούν συμβάσεις δημοσίων έργων ή συμβάσεις παραχώρησης έργων κόστους άνω των 30 εκατ. ευρώ. Για την ανάθεση απαιτείται γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου Δημοσίων Εργων του υπουργείου Υποδομών.

Ερωτήματα γεννά επίσης η δημιουργία της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ). Αν και όλοι συμφωνούν στο ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός για τη γρήγορη επίλυση των προσφυγών, καθώς οι ενστάσεις συχνά σήμερα έχουν ως αποτέλεσμα πολυετείς καθυστερήσεις στη διενέργεια των διαγωνισμών, εκφράζονται έντονες επιφυλάξεις για το κόστος λειτουργίας και την αποτελεσματικότητά της. 

Η νέα Αρχή θα βρίσκεται στην Αθήνα (ενώ σύμφωνα με πληροφορίες υπήρξε στο παρελθόν αντιπρόταση για περιφερειακές επιτροπές) και πέραν των 30 μελών της, προβλέπεται ακόμη η σύσταση 51 θέσεων προσωπικού. Οι αποδοχές των μελών της νέας Αρχής θα καθορισθούν με υπουργική απόφαση, ενώ για τη μισθοδοσία του προσωπικού στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επισημαίνεται ότι δεν έχουν σταλεί στοιχεία από το υπουργείο για την εν λόγω δαπάνη. Το ίδιο το ΓΛΚ εκτιμά ότι το ποσό θα ανέρχεται ετησίως σε 1 εκατ.