Με αφορμή την υπόθεση της «Μαρινόπουλος Α.Ε.»


Πώς έφτασε στο ...

σημερινό σημείο μια τόσο μεγάλη αλυσίδα όπως η «Μαρινόπουλος Α.Ε.»;
Πώς εξηγείται το γεγονός ότι μια εταιρεία που εισέπραττε τοις μετρητοίς αλλά πλήρωνε επί πιστώσει, που εισέπραττε άμεσα ρευστό από τους πελάτες της και πλήρωνε εκ των υστέρων τους προμηθευτές της, έφτασε να έχει χρέη ίσα με μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ της χώρας;.. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη πολλών, το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Πώς, επίσης, εξηγείται η εταιρεία να μην έχει δημοσιεύσει ισολογισμό επί τρία συναπτά έτη, να έχει αρνητική καθαρή θέση, αλλά οι τράπεζες να τη χρηματοδοτούν κανονικά (as usual...) λες και δεν έτρεχε τίποτα; Και, ενώ εδώ και πολύ καιρό περίμεναν ότι θα συμβεί κάποιο «κακό», δεν ανακοίνωναν ότι έχουν σφραγιστεί επιταγές της εταιρείας, σχεδόν αδρανείς παρακολουθούσαν την κατολίσθησή της.
Αλλά, πέραν των όποιων διαχειριστικών ευθυνών, γεννά απορίες η πρόταση της εταιρείας: Πόσο εναρμονίζεται με αυτά που νοούνται ως χρηστά συναλλακτικά ήθη, να καταρτίζεται σχέδιο διάσωσης που προβλέπει το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν σχεδόν όλοι οι άλλοι, αλλά δεν περιλαμβάνει μία και ουσιαστική δέσμευση των μετόχων της, να υποστηρίξουν την εταιρεία τους βάζοντάς της φρέσκα κεφάλαια;..
Ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη εταιρεία, με 12.500 μισθωτούς, με 1,6 δισ. ευρώ τζίρο, με 2.000 προμηθευτές, με 823 καταστήματα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της περιοχής.
Ως εκ τούτου, η αρνητική πορεία της αυτονόητα προκαλεί γενικότερους προβληματισμούς για την κρίση, για την ελληνική επιχειρηματικότητα και, ίσως, για κάποια από τα «παράδοξα» του ελληνικού καπιταλισμού.
Η αλήθεια είναι ότι από το 2008 έως τώρα έχει μπει λουκέτο σε 244.000 επιχειρήσεις, που μαζί τους έσυραν στην καταστροφή 843.000 θέσεις εργασίας και 30 δισ. ευρώ εισοδήματα. Αυτό ήταν το άμεσο κόστος που προκάλεσε η κατάρρευση του παρασιτικού μοντέλου, της οικονομικής μεγέθυνσης μέσω της κατανάλωσης με δανεικά, της επιδεικτικής αδιαφορίας για την παραγωγικότητα (είχαμε γίνει ουραγοί διεθνώς), των δραματικά καθυστερημένων παραγωγικών δομών, με κρατικοδίαιτες μεγάλες επιχειρήσεις κι ένα αρχιπέλαγος από μικρομεσαίες, εκτός αλυσίδας παραγωγής (ουσιαστικά, βιτρίνες...) που επιβίωναν κυρίως με τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Και με ένα κράτος και τις τράπεζες, μαζί να δημιουργούν την τέλεια «φούσκα», την ελληνική. Αυτή έσπασε, ο λογαριασμός ήρθε. Μαζί και τα λουκέτα.
Αυτό είναι το γενικό περιβάλλον. Αλλά δεν μπορούν να αποδοθούν όλα όσα συμβαίνουν, ευθέως και μόνο σε αυτό. Ούτε στα capital controls που, πέρα από τις γνωστές θλιβερές συνέπειές τους, συχνά γίνεται επίκλησή τους για να καλυφθούν άλλες ευθύνες. Η κρίση ήταν και είναι μια πραγματικότητα για όλους.
Υπάρχουν επιχειρήσεις με αφοσιωμένους μάνατζερ, που απλώς έπεσαν έξω – συμβαίνουν και χρεοκοπίες, ούτε αμαρτία είναι ούτε ειδικά ελληνικό φαινόμενο. Κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις έχουν τελειώσει – δεν μπορούν να επιβιώσουν. Υπάρχουν όμως και άλλες, που θα μπορέσουν να γυρίσουν σε κερδοφορία μετά μια γενναία αναδιάρθρωσή τους, εφόσον μπουν σε αυτές φρέσκα κεφάλαια. Αν αυτό δεν γίνει, θα συνεχίσουν να σέρνονται, να μολύνουν και άλλες επιχειρήσεις, να διευρύνεται η καταστροφή θέσεων εργασίας και, σε μερικούς μήνες, ίσως χρειαστεί μια νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών – με bail in και όσα συνεπάγεται.
Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος εκκρεμεί επί χρόνια. Υπάρχει μια διάχυτη «απροθυμία» – παρά τα πρώτα θετικά βήματα, προσφάτως. Ισως, γιατί πίσω από αυτό το πρόβλημα βρίσκεται ένα «βαρύ» πελατειακό σύστημα, ένα διαδεδομένο και άρρωστο μοντέλο, υπερδανεισμού των επιχειρήσεων και μετατροπής των δανείων σε ατομικό πλούτο. Είτε με υπερτιμολογήσεις, οι οποίες πλούτιζαν τους επιχειρηματίες και τσάκιζαν τις επιχειρήσεις από τη γέννησή τους, είτε με καταδολίευση, με συστηματική λεηλασία των επιχειρήσεων, η οποία συνοδευόταν από αντίστοιχο, άλογο και με ενίοτε με τελείως παράδοξα κριτήρια υπερδανεισμό τους – ώστε να κλείνουν οι «μαύρες τρύπες».
Θέλω να είμαι σαφής: Στη χώρα, υπάρχουν επιχειρηματίες που προσδίδουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην έννοια της υγιούς επιχειρηματικότητας, που αναζητούν την καινοτομία, παλεύουν μέσα στον ανταγωνισμό (δεν ζητούν προστασία από αυτόν...), σέβονται τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τηρούν τη νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Υπάρχει, ωστόσο (κακά τα ψέματα...) κι ένα άρρωστο, δήθεν επιχειρηματικό σύστημα, κακομαθημένο από κυβερνήσεις, από τράπεζες, από δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης. Η πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει ότι υπάρχουν και λειτουργούν εκείνοι οι θεσμοί που διακρίνουν την ήρα από το στάρι. Ωστε να μπορεί να ανασαίνει και να αναπτύσσεται η υγιής επιχειρηματικότητα και να αποδυναμώνεται το άρρωστο σύστημα. Αυτή είναι η ευθύνη της.