Γεννηματά: Καθαρά όρια απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και στους πρώην υπουργούς του ΠαΣοΚ που σκέπτονται να μπουν στην κυβέρνηση


Καθαρά όρια απέναντι ...


στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε όσους πρώην υπουργούς του ΠαΣοΚ ενταχθούν στη σημερινή κυβέρνηση σε περίπτωση ανασχηματισμού, έθεσε η Φώφη Γεννηματά στην ομιλία της. 

Το ίδιο έκαναν και οι Κώστας Σημίτης και Ευάγγελος Βενιζέλος στις δικές τους παρεμβάσεις, οι οποίοι μίλησαν επίσης για την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο σχήμα. 

Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης συγκέντρωσε περισσότερο κόσμο από ότι αναμενόταν, ακόμα και αρκετούς που τα τελευταία χρόνια είχαν μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά φαίνεται ότι επιστρέφουν στην κοιτίδα τους. Ενδεικτικό της αλλαγής του κλίματος ήταν ότι οι ομιλίες των δύο πρώην προέδρων του ΠαΣοΚ χειροκροτήθηκαν θερμά πολλές φορές και όταν τελείωσαν οι σύνεδροι σηκώθηκαν όρθιοι. 

Επρόκειτο για δύο αιχμηρές ομιλίες με μηνύματα και προς το εσωτερικό του κόμματος. Ο κ. Σημίτης ουσιαστικά έκοψε τον δρόμο της επιστροφής στον Γιώργο Παπανδρέου. «Αριστερή πολιτική», είπε, «είναι η γλώσσα της αλήθειας. 

Αριστερή πολιτική δεν είναι τα παραμύθια ότι λεφτά υπάρχουν» -το ακροατήριο αντέδρασε με ένα ένα υπόκωφο «αααα….» που φανέρωνε έκπληξη - «ότι δημιουργούμε τώρα στην Ελλάδα ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα που δεν θα υπόκειται σε ενωσιακούς ελέγχους, η εξαγγελία ότι η Ελλάδα οδηγεί τους ευρωπαϊκούς λαούς σε μια νέα πορεία. Αριστερή πολιτική είναι η πολιτική που εξηγεί, επισημαίνει τις δυσκολίες, έχει το θάρρος να δυσαρεστήσει. Προτιμώ να είμαστε δυσάρεστοι παρά ψεύτες. 

Προτιμώ να είμαστε ειλικρινείς στους πολίτες παρά να τους βαυκαλίζουμε. Προτιμώ να κερδίσουμε τη μάχη με την αλήθεια των λόγων μας γιατί τότε μόνο η νίκη μας θα είναι σταθερή και θα υπερβούμε την υστέρησή μας. Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια διαφορετική πολιτική στη χώρα. Να προσπαθήσουμε. Να παλέψουμε». Οι τελευταίες λέξεις της ομιλίας χάθηκαν μέσα σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. 

Νωρίτερα, ο πρώην Πρωθυπουργός, τόνισε ότι «η υπέρβαση της πολυδιάσπασης αποδείχτηκε μέχρι τώρα εξαιρετικά δύσκολη. Εγωισμοί, φιλοδοξίες, δήθεν κληρονομικά δικαιώματα και μη ρεαλιστικές πολιτικές επιδιώξεις συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδια μιας κοινής προσπάθειας με όλους που συγκλίνουν στους στόχους μας. Η επιτροπή που δημιουργήθηκε και θα συζητήσει το πρόγραμμα είναι χρήσιμη αλλά δεν αρκεί. 

Η συσπείρωσή μας πρέπει να είναι δυνατή και αποτελεσματική, να αποτελέσουμε βαθμιαία μια ενιαία παράταξη. Να γίνουμε ένα δυνατό ρεύμα μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού». Επισήμανε, επίσης, ότι η «κυβέρνηση δεν ενημερώνει αλλά συσκοτίζει. Εμείς πρέπει να σπάσουμε την παραπλανητική σιωπή. Να αναδείξουμε όχι μόνον τα λάθη τη πληροφόρησης αλλά και τις συγκεκριμένες πορείες που θα μας οδηγήσουν στην ανάκαμψη».

Το δικό του καρφί πέταξε και ο κ. Βενιζέλος όταν κοιτάζοντας προς τα στελέχη της παράταξης που ανάμεσα τους δεν ήταν μόνο μετανοημένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΚΙΔΗΣΟ, είπε: «Χαίρομαι να βλέπω ανθρώπους που αντιτάχθηκαν στην Ελιά, να στηρίζουν την πρωτοβουλία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Βλέπω αυτούς που ανέκοψαν την εξέλιξη του 2015 σε σχέση με την Δημοκρατική Παράταξη να επανασυσπειρώνονται. Κάλλιο αργά παρά ποτέ». Σιγή στο ακροατήριο και αρκετών τα κεφάλια γύρισαν να κοιτάξουν τους διπλανούς τους. Ηταν μια αμήχανη στιγμή και για την κυρία Γεννηματά, η οποία ανήκε στους επικριτές της προσπάθειας που έγινε με την Ελιά.

Ο κ. Βενιζέλος θύμισε ότι το συνέδριο του ΠαΣοΚ τον Ιούνιο του 2015 «μίλησε για ένα γνήσια νέο σχήμα το οποίο να καλύπτει όλο τον προοδευτικό μεσαίο χώρο, δελεαστικό, σύγχρονο, αυθεντικό, γνήσια μεταρρυθμιστικό, σε επαφή με τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας». Και πρόσθεσε: «Είναι αδύνατη η ανασύσταση του παλιού πολυσυλλεκτικού ΠαΣοΚ και, δυστυχώς, ακόμη εκχέονται από τους πόρους αυτού του παλαιού ΠαΣοΚ οπορτουνισμοί και τυχοδιωκτισμοί αντιαισθητικοί, τους οποίους θα τους δούμε και στον ανασχηματισμό της Κυβέρνησης».

Ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ, επέκρινε τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για την ομολογία του ότι δεν είπε ψέματα αλλά είχε αυταπάτες. «Το να λες ότι αυταπατώμαι δε σε καθιστά ούτε συμπαθή ούτε αθώο. Το να έχεις ιδεοληψίες, στερεότυπα, το να υποστηρίζεις τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό είναι εν πάση περιπτώσει κάτι μεμπτό, αλλά ο τυχοδιωκτισμός, το παιχνίδι με τους θεσμούς, η συκοφάντηση, η χυδαιολογία, η αλλοίωση του φρονήματος και της λογικής του ελληνικού λαού είναι έγκλημα καθοσιώσεως». 

Επισήμανε ότι «με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η μοίρα του τόπου είναι η στασιμοχρεοκοπία, δεν είναι η ανάκαμψη και η υπέρβαση του Μνημονίου». Είπε ότι η κυβέρνηση είναι αιχμάλωτη των αντιφάσεών της «η αυτοαιχμαλωσία όμως της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγεί σε αιχμαλωσία της χώρας και αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει κρίση θεσμών, υπάρχει κάμψη της ευαισθησίας μας σε σχέση με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Όλο αυτό το τέχνασμα βασίζεται στην κατασκευή μίας άλλης κοινωνίας, μίας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών που συμβιβάζεται πολύ εύκολα τώρα, ενώ ήταν ασυμβίβαστη μέχρι την αλλαγή του Ιανουαρίου του 2015. Όχι, δε δεχόμαστε την κοινωνία των χαμηλών προσδοκιών».

Στέλνοντας μήνυμα στη βάση της παράταξης τόνισε, μέσα σε έντονο χειροκρότημα, ότι «βεβαίως πρέπει να επικοινωνήσουμε με τους παλιούς μας ψηφοφόρους που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, με την κοινωνική μας βάση. Πρέπει όμως να έρθουν αυτοί σε εμάς και όχι να πάμε εμείς σε αυτούς, δηλαδή στις λογικές του ΣΥΡΙΖΑ, της αυταπάτης και της εξαπάτησης. Αυτή είναι η γλώσσα της αλήθειας(….) Αυτό είναι λοιπόν το καθήκον μας, το καθήκον μας είναι πατριωτικό. Ο προοδευτικός σύγχρονος πατριωτισμός και η γλώσσα της αλήθειας είναι ό,τι πιο προοδευτικό υπάρχει στον τόπο αυτόν». 

Στην εναρκτήρια ομιλία η κυρία Γεννηματά, δεν άφησε πολλά περιθώρια για παρερμηνείες όταν είπε : «Τώρα όμως είναι ώρα να απελευθερωθούμε από αυτά τα αόρατα δεσμά του αυτομαστιγώματος και της αυτοενοχοποίησης. Ναι, σφάλματα έγιναν πολλά και μεγάλα. Το επιχείρημα ότι εμείς φταίμε για όλα αποδείχθηκε παραμυθάκι με ημερομηνία λήξης. Ξεγελάστηκαν πολλοί. Ακόμα και από αυτούς που ήταν «σάρκα από τη σάρκα» μας. Ανθρώπινο είναι κι αυτό. Τώρα όμως όλοι βλέπουν και καταλαβαίνουν. Κατανοώ απολύτως όσους διαφώνησαν πολιτικά με πεπραγμένα του ΠαΣοΚ, όσους δεν άντεξαν τις αφόρητες δυσκολίες των τελευταίων ετών και αποστασιοποιήθηκαν.

Δεν κατανοεί όμως κανείς τους αριβίστες και τους καριερίστες που διαφώνησαν δήθεν με τα μνημόνια και ψηφίζουν σήμερα, με τα δυο τους χέρια τα μνημόνια Τσίπρα - Καμμένου.

Και σαν να μην έφτανε αυτό σφυρίζουν αδιάφορα όταν ο πρόεδρος της Κ.Ο που ανήκουν, τους λέει συνεχώς κατάμουτρα ότι αυτοί συγκαταλέγονται σε αυτούς που συμμετείχαν στην καταστροφή της χώρας! Η αυτοκριτική λοιπόν ήταν και είναι για εμάς αυτονόητη υποχρέωση αλλά η εποχή της ενοχοποίησης τελειώνει εδώ. Αρκετά κόστισε στην παράταξη και στην Ελλάδα». Αυτό ήταν άλλο ένα σημείο που χειροκροτήθηκε από τους παριστάμενους στο ΣΕΦ, δείχνοντας ότι η βάση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης έχει κάνει τις επιλογές της για την ταυτότητα της και για το που θέλει να πάει.

Ο χαιρετισμός του Κώστα Σημίτη

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Εύχομαι καλή επιτυχία στη συνάντησή σας. Θα ήθελα να συμβάλω στις συζητήσεις σας τονίζοντας σύντομα ορισμένα σημεία που πιστεύω ότι πρέπει να προσέξουμε.

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη συνεργασία των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς. Δεν αρκεί. Πρέπει να συμμετάσχουν πολλοί περισσότεροι. Να συμπράξουν και άλλοι που πιστεύουν ότι ούτε η Δεξιά ούτε η δήθεν Αριστερά μπορούν να επιτύχουν σταθερή οικονομία, δημοκρατικούς θεσμούς που λειτουργούν και κοινωνική αλληλεγγύη που δεν υπακούει στις επιθυμίες των συντεχνιών. Ξέρω, ότι η υπέρβαση της πολυδιάσπασης αποδείχτηκε μέχρι τώρα εξαιρετικά δύσκολη. Εγωισμοί, φιλοδοξίες, δήθεν κληρονομικά δικαιώματα και μη ρεαλιστικές πολιτικές επιδιώξεις συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδια μιας κοινής προσπάθειας με όλους που συγκλίνουν στους στόχους μας. Η επιτροπή που δημιουργήθηκε και θα συζητήσει το πρόγραμμα είναι χρήσιμη αλλά δεν αρκεί. Η συσπείρωσή μας πρέπει να είναι δυνατή και αποτελεσματική, να αποτελέσουμε βαθμιαία μια ενιαία παράταξη. Να γίνουμε ένα δυνατό ρεύμα μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού.

Προϋπόθεση επιτυχίας αποτελεί η διαμόρφωση και προβολή της πολιτικής εκείνης που θα οδηγήσει στην έξοδο της χώρας από την υστέρηση. Να μη γελιόμαστε. Δεν συνιστούν συγκροτημένη πολιτική οι καταγγελίες των κυβερνητικών ενεργειών, το όχι στους νέους νόμους ή η ανάδειξη των ανεπαρκειών της κυβέρνησης. Οι πολίτες ακούν τους διαξιφισμούς αλλά πρέπει να αντιλαμβάνονται τα ουσιαστικά διακυβεύματα, πώς λύνονται τα προβλήματα και κυρίως ποια πρέπει να είναι η αναγκαία προσφορά τους. Άγνοια επικρατεί ιδίως ως προς την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και των προϋποθέσεων πραγματοποίησής τους. Η κυβέρνηση δεν ενημερώνει αλλά συσκοτίζει. Εμείς πρέπει να σπάσουμε την παραπλανητική σιωπή. Να αναδείξουμε όχι μόνον τα λάθη τη πληροφόρησης αλλά και τις συγκεκριμένες πορείες που θα μας οδηγήσουν στην ανάκαμψη. Η συζήτηση για το ασφαλιστικό είναι ένα καλό παράδειγμα. Ο πολίτης, παρά τις τόσες αναλύσεις και αντιπαραθέσεις δεν έχει καταλάβει ποιο είναι το ενδεδειγμένο ασφαλιστικό σύστημα για την Ελλάδα και γιατί. Η συζήτηση αφορά μόνο το ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν με τις νέες ρυθμίσεις.

Συνήθως στις συζητήσεις των προτάσεών μας κέντρο ενδιαφέροντος είναι πώς θα κερδίσουμε τις εντυπώσεις. Ως προς το αν λύνουμε ή όχι το πρόβλημα που μας απασχολεί ή το τι συμφέρει τη χώρα, επικρατεί σιωπή. Εμείς όμως πρέπει να αφήσουμε τις γενικολογίες να προτάξουμε συγκεκριμένους στόχους, πειστικές αναλύσεις, να καταδείξουμε τις απαραίτητες κινήσεις για να επιτύχουμε σταθερότητα, ανάπτυξη και κοινωνική αλληλεγγύη. Αντί για ωραία λόγια χρειάζονται τεκμηριωμένες και ουσιαστικές θέσεις.

Το τρίτο σημείο που θα θίξω είναι το συνηθισμένο ερώτημα με το οποίο κρίνονται από εμάς τους ίδιους οι σχεδιαζόμενες πολιτικές μας τοποθετήσεις. Το ερώτημα είναι: Συμφέρει; Είναι σκόπιμο; Μήπως χάσουμε με την ενέργειά μας οπαδούς; Αλλά μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε ήδη στον έβδομο χρόνο της κρίσης και η έκβασή της δεν είναι ακόμη βέβαιη. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνον η έξοδος από την Ευρωζώνη. Είναι σε μεγάλο βαθμό η στασιμότητα, οι εξαιρετικά χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η υστέρηση που εντείνεται, η αδυναμία να μεταρρυθμίσουμε, το σύρσιμο χωρίς τέλος. Η σημερινή κυβέρνηση αδιαφορεί γι’ αυτήν την εξέλιξη. Προτιμά να μη δυσαρεστήσει. Ακολουθεί παλιές συντηρητικές αντιλήψεις και αρχές. Γιατί στην πραγματικότητα είναι ένας εθνικολαϊκιστικός σχηματισμός. Συνεργάζεται στενά με διάφορες συντεχνίες. Προσλήψεις, προαγωγές, τοποθετήσεις πραγματοποιούνται με κομματικοπελατειακά κριτήρια. Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και ειδικά των εκπαιδευτικών απορρίπτεται παρ’ όλο που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κυβέρνηση αποφεύγει με κάθε τρόπο τον περιορισμό των δαπανών για να μη δυσαρεστήσει. Δεν ενοχλείται από το ύψος των στρατιωτικών δαπανών. Καλλιεργεί την εντύπωση ότι η Ελλάδα συστηματικά αδικείται. Ασπάζεται την άποψη ότι οι Έλληνες υπερτερούμε λόγω ιστορίας, παράδοσης και θρησκείας. Γι’ αυτό και όσοι της ασκούν κριτική εκπροσωπούν κατ’ αυτήν τις σκοτεινές δυνάμεις της διαπλοκής και ξένα συμφέροντα. Η κρίση δεν ξεπερνιέται με τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές. Αντίθετα συνεχίζεται, μονιμοποιείται. 

Εμείς πρέπει να κατατοπίζουμε τους πολίτες για το τι πράγματι συμβαίνει, ποιες είναι οι αιτίες της υστέρησης, ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής, ποιες δαπάνες είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη και ποιες περιττές, ποιες δυνατότητες υπάρχουν στο συγκεκριμένο περιβάλλον και τι απαιτείται να τις αξιοποιήσουμε. Αριστερή πολιτική είναι η γλώσσα της αλήθειας. Αριστερή πολιτική δεν είναι τα παραμύθια ότι λεφτά υπάρχουν, ότι δημιουργούμε τώρα στην Ελλάδα ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα που δεν θα υπόκειται σε ενωσιακούς ελέγχους, η εξαγγελία ότι η Ελλάδα οδηγεί τους ευρωπαϊκούς λαούς σε μια νέα πορεία. Αριστερή πολιτική είναι η πολιτική που εξηγεί, επισημαίνει τις δυσκολίες, έχει το θάρρος να δυσαρεστήσει. Προτιμώ να είμαστε δυσάρεστοι παρά ψεύτες. Προτιμώ να είμαστε ειλικρινείς στους πολίτες παρά να τους βαυκαλίζουμε. Προτιμώ να κερδίσουμε τη μάχη με την αλήθεια των λόγων μας γιατί τότε μόνο η νίκη μας θα είναι σταθερή και θα υπερβούμε την υστέρησή μας. Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια διαφορετική πολιτική στη χώρα. Να προσπαθήσουμε. Να παλέψουμε.

Καλή επιτυχία.


Η ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου


Φίλες και φίλοι, ας πάμε κατευθείαν στην καρδιά του ελληνικού ζητήματος. Δεκαέξι μήνες μετά την πολιτική αλλαγή που εμφανίζεται ως καθεστωτική αλλαγή, δεκαέξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, πού βρισκόμαστε; Έχουμε ζήσει δύο χαμένα οικονομικά έτη. Έχει προκληθεί μία βλάβη στην οικονομία, τους θεσμούς και την κοινωνική αντίληψη με πολύ μεγάλο βάθος. Έχει αποδυναμωθεί η εθνική ισχύς γιατί έγινε η ατυχέστατη, η επικίνδυνη διασύνδεση του οικονομικού προγράμματος, της αναθεώρησής του, του προσφυγικού και του σκληρού πυρήνα των εθνικών θεμάτων, των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και πολιτική ασφάλειας. 

Και τώρα, δεκαέξι μήνες μετά, τί μας λέει η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου; Με τον πιο προκλητικό και αυθάδη τρόπο είπε προχθές στη Βουλή ο κ. Τσίπρας, «ναι, ας πούμε, είχαμε αυταπάτες». «Τώρα όμως είμαστε ευρωπαϊστές, σκληρά μνημονιακοί. Τί έχετε να αντιτάξετε σε αυτό, εσείς που έχετε το βάρος των προηγουμένων Μνημονίων, που διαχειριστήκατε την κρίση από το 2009 έως το 2015 τον Ιανουάριο;» Εννοεί ο κ. Τσίπρας ότι «τώρα εμείς εφαρμόζουμε το Μνημόνιο 3 plus, για να μην πω 4, ακόμη και χωρίς κανένα αντάλλαγμα για το χρέος και περιμένουμε υπομονετικά, πεισματικά την ανάκαμψη της οικονομίας για να αποκομίσουμε πολιτικό όφελος και να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις μας με αυτούς που αυταπατώμενοι εξαπατήσαμε, οδηγώντας τους να μας ψηφίσουν τέσσερις φορές, στις Ευρωεκλογές, στις εκλογές του Γενάρη, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015».

Στην πραγματικότητα απευθύνεται σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και του θυμίζει τη συνενοχή του και στην πραγματικότητα πρέπει να αναρωτηθούμε, πότε αυτό το τμήμα του ελληνικού λαού θα αναρωτηθεί: αν ήταν να φθάσουμε μετά από δεκαέξι μήνες εδώ που είμαστε σήμερα, βαθιά μέσα στο 3ο, 4ο Μνημόνιο, χωρίς ρύθμιση για το χρέος, χωρίς καθαρή προοπτική, έχοντας κάνει χιλιόμετρα πίσω σε σχέση με το πού βρισκόμασταν το Δεκέμβριο του 2014, γιατί έπρεπε να γίνει η επιλογή που έγινε τον Ιανουάριο του 2015; Γιατί δεν μπορούμε να αθωώνουμε κανέναν. Δεν ανήκει η ευθύνη μόνο στον κ. Τσίπρα και τη σκληρή ηγετική ομάδα που καθάρισε με σκληρό τρόπο την πτέρυγα του κυρίου Λαφαζάνη. Δεν ανήκει η ευθύνη μόνον στην εθνικολαϊκιστική δεξιά, αλλά ευρύτερα σε όλους εκείνους που στήριξαν ή ανέχθηκαν ή υπέθαλψαν αυτήν την εξαπάτηση της ιστορίας, γιατί περί αυτού πρόκειται. 

Το να λες ότι αυταπατώμαι δε σε καθιστά ούτε συμπαθή ούτε αθώο. Το να έχεις ιδεοληψίες, στερεότυπα, το να υποστηρίζεις τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό είναι εν πάση περιπτώσει κάτι μεμπτό, αλλά ο τυχοδιωκτισμός, το παιχνίδι με τους θεσμούς, η συκοφάντηση, η χυδαιολογία, η αλλοίωση του φρονήματος και της λογικής του ελληνικού λαού είναι έγκλημα καθοσιώσεως. Και, τώρα, ο κ. Τσίπρας είναι σφοδρότατα μνημονιακός, το καλό παιδί, ο εκτελεστής των εντολών. Με τί κόστος για τη χώρα; Και ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για αυτό που χάθηκε, για το κεκτημένο των προσπαθειών μας μέχρι το Δεκέμβριο του 2014; 

Πράγματι, ας μιλήσουμε ειλικρινά, έχει βάση και προοπτική το σχέδιο του κ. Τσίπρα; «Περνώ τα σκληρά μέτρα και ακόμη πιο σκληρά, συμβιβάζομαι με το τίποτα, με τα ψέματα στο χρέος σε σχέση με την κολοσσιαία παρέμβαση που κάναμε εμείς το 2012 και περιμένω να ανακάμψει η οικονομία για να αποκομίσω όφελος». Ισχύει αυτό; Αυτό δεν ισχύει, γιατί το υπονομεύει η ίδια η παρουσία της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η μοίρα του τόπου είναι η στασιμοχρεοκοπία, δεν είναι η ανάκαμψη και η υπέρβαση του Μνημονίου. Είναι αιχμάλωτη των αντιφάσεών της η Κυβέρνηση, αυτό το μέτωπο, το οποίο συγκροτείται, γιατί ο κ. Τσίπρας, όταν βλέπει ότι χάνει στους κομματικούς συσχετισμούς, ανατρέχει στις πολιτικές των ετερόκλιτων μετώπων, στις οποίες πολλοί σπεύδουν να ενταχθούν, εμφανώς ή αφανώς. Κι ενώ η ανάλυσή μας και η προσπάθειά μας την περίοδο της μεταπολίτευσης ήταν πάντα η σύνθεση του γενικού συμφέροντος, τώρα αυτός μιλά για πρώτη φορά στο όνομα μίας ψευτοταξικής καθαρότητας, σου λέει, θέλω να εκφράζω κάποιους μόνον, αυτοί μου αρκούν. Αλλά όταν δεν εκφράζεις και τους άλλους, δεν υπάρχει περιθώριο για επενδύσεις, για ανάπτυξη, για ανάκαμψη, για αποκατάσταση της ισοτιμίας της χώρας μέσα στην Ευρωζώνη και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η αυτοαιχμαλωσία όμως της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγεί σε αιχμαλωσία της χώρας και αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει κρίση θεσμών, υπάρχει κάμψη της ευαισθησίας μας σε σχέση με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Όλο αυτό το τέχνασμα βασίζεται στην κατασκευή μίας άλλης κοινωνίας, μίας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών που συμβιβάζεται πολύ εύκολα τώρα, ενώ ήταν ασυμβίβαστη μέχρι την αλλαγή του Ιανουαρίου του 2015. Όχι, δε δεχόμαστε την κοινωνία των χαμηλών προσδοκιών. Όπως ορθά θύμισε ο Γιάννης Τούντας προηγουμένως, το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως πολιτικό και κοινωνικό, πρόβλημα ιδεολογικό, πρόβλημα ηθικό, πρόβλημα αυτοαντίληψης, πρόβλημα πρόσληψης της ιστορίας, πρόβλημα επικοινωνίας με το μέλλον, με τον ιστορικό χρόνο, δευτερογενώς το πρόβλημα της χώρας είναι οικονομικό. Μακάρι να ήταν οικονομικό, γιατί θα μπορούσε να λυθεί μέσα από τεχνικούς χειρισμούς. Δυστυχώς δεν υπάρχουν οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις και καταστρέφονται τώρα οι θεσμικές προϋποθέσεις.

Αλλά το θέμα είναι, όπως σωστά είπε ο Κώστας Σημίτης προηγουμένως, να αναδείξουμε την εναλλακτική λύση. Δεν αρκεί να επικρίνεις τους χειρισμούς και τις επιλογές της Κυβέρνησης και από την άποψη αυτή είναι αναμφίβολα εξαιρετικά χρήσιμες οι προγραμματικές προτάσεις και επεξεργασίες, ο συνεχής διάλογος με την κοινωνία και τους θεσμούς, ένας διάλογος εθνικός, αλλά κι ένας διάλογος ευρωπαϊκός και διεθνής. 

Όμως, φίλες και φίλοι, ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, όλες αυτές οι προγραμματικές προτάσεις λίγο-πολύ έχουν ειπωθεί, όλοι λένε λίγο-πολύ τα ίδια, είναι αυτονόητο ότι χρειάζεσαι ένα κανονικό κράτος, ένα φιλοεπενδυτικό κράτος, ότι χρειάζεσαι επενδύσεις, ανάπτυξη, ότι έχεις ενδογενείς πόρους, προνομιακούς τομείς, όπως η πρωτογενής παραγωγή, ο τουρισμός, η ενέργεια, έχεις συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτά έχουν ειπωθεί σε δεκάδες μελετών και όλοι λίγο-πολύ συμφωνούν. Σημασία έχουν κυρίως τα θεμελιώδη και τα θεμελιώδη θα έλεγα ότι είναι αυτονόητα, πρέπει να έχεις μία άλλη φορολογική πολιτική να πεις, πρέπει να διασφαλίσεις τις χρηματοοικονομικές και χρηματοπιστωτικές λειτουργίες, γιατί χωρίς αυτές δεν υπάρχει ανάπτυξη και προοπτική. Και πρέπει να διαμορφώσεις πολιτικές προϋποθέσεις.

Άρα αυτό στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι ποια είναι η άλλη κυβέρνηση, στο όνομα τίνος πράγματος μιλάμε, τί ζητούμε να ψηφίσει την επόμενη φορά ο ελληνικός λαός, ποια είναι η πολιτική λύση στο εθνικό πρόβλημα. Λέμε ότι θα μπορούσε η παρούσα Βουλή να δώσει λύση. Ναι, αλλά η πλειοψηφία της είναι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ιθύνουσα δύναμη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση μας από το 2012 ήταν πάντα η ευρύτερη συνεργασία όλων των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων και του ΣΥΡΙΖΑ, εάν πιστεύει πράγματι, και τώρα λέει ότι πιστεύει, στην πολιτική αυτή, γιατί κάθε μεταστροφή καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό είναι αποδεκτή. Όμως μπορείς να προχωρήσεις έτσι όταν ιθύνουσα κοινοβουλευτική δύναμη είναι μία δύναμη δέσμια αυταπατών, απατών και αντιφάσεων; Πρέπει να δεις λοιπόν τί προτείνεις. 

Η Νέα Δημοκρατία νομίζει ότι θα αποκτήσει ξανά την ψευδαίσθηση μιας αυτοδύναμης πλειοψηφίας που διεκδικεί; Για να επανέλθουμε πού, στην περίοδο 2007-2009; Άρα πρέπει να δούμε ποια κυβέρνηση και να το πούμε καθαρά . Και ποια υπέρβαση; Τί θα κάνουμε με τις δεσμεύσεις της χώρας που έχει συνέχεια με αυτά που υπογράφει και ψηφίζει ο κ. Τσίπρας, το Μνημόνιο 3 plus; 

Άρα χρειάζεται μία πολιτική που τα υπερβαίνει αυτά, μία εθνική αναπτυξιακή συμφωνία με την κοινωνία και τις δημιουργικές δυνάμεις της που να μπορεί να γίνει αποδεκτή στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές πλαίσιο. Για ποια Ελλάδα; Για μία Ελλάδα που, όπως σας είπα, δεν μπορεί να είναι ηττημένη χώρα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό. Δεν ψάχνουμε ούτε τις δικές μας Βερσαλλίες, αλλά ούτε και μία νέα Λοζάνη, η οποία θα σώσει τον πυρήνα της εθνικής υπόστασης. Πρέπει να ξαναβρούμε πλήρως την ισοτιμία μας μέσα σε ένα ευρωπαϊκό γίγνεσθαι που αλλάζει ριζικά και εμείς κινδυνεύουμε να απουσιάζουμε τη στιγμή της μεγάλης διαπραγμάτευσης. Γιατί τα ερωτήματα «ποια κυβέρνηση» και, εξαρτώνται από το δημοσιονομικό πρόβλημα, τις διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και το ευρωπαϊκό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε. 

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι προβληματικό, απεδείχθη προβληματικό στην οικονομική κρίση, στην προσφυγική κρίση, στη διαχείριση των μεγάλων διεθνών προκλήσεων. Η ευρωατλαντική συμμαχία λειτουργεί ετεροβαρώς. Η Ευρώπη δεν έχει αποκτήσει οντότητα πολιτική και κινδυνεύει να χάσει και την οντότητά της την ανταγωνιστική. Έχει πολύ μεγάλη σημασία λοιπόν να βρούμε τη θέση μας μέσα σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, η οποία σχετίζεται με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ναι, με τους ευρωπαίους σοσιαλιστές και δημοκράτες, ναι, αλλά η διαπραγμάτευση είναι διακρατική, είναι διαπραγμάτευση εθνικών συμφερόντων. Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό. Η ιταλική κυβέρνηση, η γαλλική κυβέρνηση, είναι πάντα αυτό που λέει η εθνική της ταυτότητα, ανεξαρτήτως αν είναι μία προοδευτική η συντηρητική κυβέρνηση. Μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Αυτή είναι η τεράστια δυσκολία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. 

Μέσα στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης, είναι πολύ δύσκολη η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, η χειραφέτησή της, η ανανέωσή της, γιατί όπως εξελίσσονται οι 28 διαφορετικοί εκλογικοί κύκλοι στα 28 κράτη-μέλη, η κατάληξη είναι πάντα ένας συμβιβασμός που συσκοτίζει τις ιδεολογικές διαφορές. Μπορεί να γίνεται μία σύγκρουση που μας φαίνεται επικίνδυνη και οριακή στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχέση με το νέο Πρόεδρο, αλλά είναι μία σύγκρουση καθαρή. Για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέτοια σύγκρουση δεν υπάρχει στην Ευρώπη, δεν είναι οι ευρωπαϊκές εκλογές, δεν είναι η ανάδειξη του Ευρωκοινοβουλίου και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. 

Άρα χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό. Και τώρα που ανοίγει αυτό το παιχνίδι, εμείς δεν μπορεί να είμαστε στη γωνία, το παραπαίδι όλων των διαδικασιών. Εκεί μας έχει οδηγήσει ο κ. Τσίπρας, ενώ ήμασταν σε άλλη θέση το Δεκέμβριο του 2014. 

Γι’ αυτό έχει σημασία ο μεσαίος χώρος, γι’ αυτό έχουμε σημασία εμείς, εσείς, όλοι αυτοί που πιστεύουν στη μεγάλη δημοκρατική παράταξη. 

Κοιτάξτε, η συζήτηση για το πώς λέγεται ο χώρος αυτός έχει μία σημασία, εμβληματική αλλά δευτερεύουσα, μπορεί να λέγεται Κεντροαριστερά, Σοσιαλδημοκρατία, προοδευτικό Κέντρο. Δημοκρατική παράταξη λέγεται ιστορικά, δημοκρατικά κόμματα λέγονται τα κόμματα της νέας εποχής στην Ευρώπη, όπως στην Ιταλία. Προοδευτική συμμαχία σοσιαλιστών και δημοκρατών είναι το σχήμα που μας εκφράζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά αυτά τα έχουμε πει όταν ξεκινήσαμε την προσπάθεια της Ελιάς. Τώρα χαίρομαι να βλέπω ανθρώπους που αντιτάχθηκαν στην Ελιά, να στηρίζουν την πρωτοβουλία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Βλέπω αυτούς που ανέκοψαν την εξέλιξη του 2015 σε σχέση με τη δημοκρατική παράταξη να επανασυσπειρώνονται, κάλλιο αργά παρά ποτέ. 

Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ του Ιουνίου του 2015, μίλησε για ένα γνήσια νέο σχήμα το οποίο να καλύπτει όλο τον προοδευτικό μεσαίο χώρο, δελεαστικό, σύγχρονο, αυθεντικό, γνήσια μεταρρυθμιστικό, σε επαφή με τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Είναι αδύνατη η ανασύσταση του παλιού πολυσυλλεκτικού ΠΑΣΟΚ και, δυστυχώς, ακόμη εκχέονται από τους πόρους αυτού του παλαιού ΠΑΣΟΚ οπορτουνισμοί και τυχοδιωκτισμοί αντιαισθητικοί, τους οποίους θα τους δούμε και στον ανασχηματισμό της Κυβέρνησης.

Βεβαίως πρέπει να επικοινωνήσουμε με τους παλιούς μας ψηφοφόρους που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, με την κοινωνική μας βάση. Πρέπει όμως να έρθουν αυτοί σε εμάς και όχι να πάμε εμείς σε αυτούς, δηλαδή στις λογικές του ΣΥΡΙΖΑ, της αυταπάτης και της εξαπάτησης, αυτή είναι η γλώσσα της αλήθειας. 

Έχει λοιπόν, φίλες και φίλοι, πολύ μεγάλη σημασία η αξιοπιστία του χώρου, έχει πολύ μεγάλη σημασία να συνεχίσει κανείς την πολιτική της αλήθειας απέναντι σε μία κοινωνία που αντιδρά εν τέλει στην αλήθεια. Γι’ αυτό θέλει επιμονή, υπομονή, συσπείρωση και πρωτοτυπία στον πολιτικό λόγο. Επαναλαμβάνοντας δεδομένες διατυπώσεις ή αναπαράγοντας προτάσεις οι οποίες είναι κοινής αποδοχής, κάνουμε ένα βήμα, νομιμοποιούμε την παρουσία μας στην πολιτική ζωή, αλλά πρέπει να ξαναγίνουμε δύναμη καθοριστική, δύναμη ηγεμονική. Και για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να μιλήσουμε, όπως σας είπα και στην αρχή, για τα θεμελιώδη, πρέπει να μιλήσουμε για το πώς μπορεί πράγματι η χώρα, εννέα χρόνια μετά, γιατί η κρίση έχει ξεσπάσει πλήρως το 2008 με την ύφεση και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, να κερδίσει το χαμένο χρόνο, το χαμένο έδαφος και πώς η Ελλάδα θα γίνει αυτό που δικαιούται ιστορικά, γεωγραφικά, να γίνει. 

Αυτό είναι λοιπόν το καθήκον μας, το καθήκον μας είναι πατριωτικό. Ο προοδευτικός σύγχρονος πατριωτισμός και η γλώσσα της αλήθειας είναι ό,τι πιο προοδευτικό υπάρχει στον τόπο αυτόν. 

Γεια σας.