Τι σημαίνει ...


μέθεξη είναι η ...


(αρχ. μέθεξις < μετέχω < μετὰ + ἔχω∙ η δάσυνση βρίσκεται στον μέλλοντα ἕξω τού ἔχω και σε παράγωγα, όπως ἕξις, ἑξῆς)
= συμμετοχή, ταύτιση

π.χ. «Η προσέγγιση μεγάλων εννοιῶν στη φιλοσοφία ή στη θρησκεία απαιτεί τη μέθεξη τού ενδιαφερομένου»