Στροφή ή ναυάγιο


Κάτω από εξαιρετικά ...


ασφυκτικές πιέσεις η κυβέρνηση καλείται να κάνει υποχωρήσεις και να κλείσει μια συμφωνία με τους πιστωτές. Αν και όλοι αναγνωρίζουν ότι τον τελευταίο καιρό έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές χαρακτηρίζεται ακόμη μεγάλη. Με τα χρονικά περιθώρια να εξαντλούνται, το σενάριο μιας «μεσοβέζικης λύσης» φαίνεται να κερδίζει έδαφος.

Ωστόσο ακόμη και αυτή η λύση δεν αναμένεται να προσφερθεί στην ελληνική πλευρά χωρίς σημαντικές υποχωρήσεις. Και οι πιέσεις προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τη «μεγάλη στροφή» είναι από όλους και προς όλες τις πλευρές: από τους ευρωπαίους ηγέτες και το ΔΝΤ ως την αμερικανική κυβέρνηση και αφορούν από τα εργασιακά και το Ασφαλιστικό ως τις ιδιωτικοποιήσεις και τις φορολογικές επιδρομές με αύξηση του ΦΠΑ.

«Καμπανάκι» και από τις ΗΠΑ

«Αν δεν υπάρξει γρήγορα συμφωνία με τους δανειστές, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει άμεσα δυσκολίες, προκαλώντας μεγάλες αβεβαιότητες στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια οικονομία» διεμήνυσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λου στον κ. Τσίπρα σε τηλεφωνική επικοινωνία την Παρασκευή, λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής στη Ρίγα, όπου και εκεί ο Πρωθυπουργός βρέθηκε κάτω από την ασφυκτική πίεση της Ανγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ. Η γερμανίδα καγκελάριος με επίσημες δηλώσεις κατέστησε σαφές ότι η συνάντηση με τον κ. Τσίπρα «δεν έφερε ένα μεγάλο αποτέλεσμα».

Στη διάρκεια της συνάντησης, σύμφωνα με τους «Financial Times», εξέφρασε την ανησυχία της για τον αργό ρυθμό των συνομιλιών, διερωτώμενη γιατί οι έλληνες διαπραγματευτές διέκοψαν επανειλημμένα τις συζητήσεις με τους θεσμούς τις τελευταίες ημέρες. Ο κ. Τσίπρας, σύμφωνα με την εφημερίδα, της απάντησε ότι η καθυστέρηση ήταν αναγκαία για να ενισχυθεί η πολιτική στήριξη στο εσωτερικό, όπου η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ απειλεί με «ρήξη» με τους διεθνείς δανειστές και ζητεί τη μη πληρωμή των υποχρεώσεων. Στη συνάντηση ο γάλλος πρόεδρος στήριξε την Ανγκελα Μέρκελ στην επιμονή της να συμπεριληφθεί στη συμφωνία και το ΔΝΤ, σύμφωνα πάντοτε με το ίδιο δημοσίευμα.

Την ίδια στιγμή όλοι προετοιμάζονται για ενδεχόμενο «ατύχημα». Με διαρροές στον διεθνή Τύπο αφενός ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φέρεται να αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο η Ελλάδα να χρειαστεί ένα παράλληλο νόμισμα αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν και αφετέρου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ετοιμάζει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία.

 Βεβαίως όλα αυτά είναι αναμενόμενα, καθώς τα χρονικά περιθώρια εξαντλούνται και η πίεση αυξάνεται. Ωστόσο ενισχύουν τη σύγχυση όσον αφορά τις πιθανότητες να κλείσει η αξιολόγηση ως το τέλος του μήνα, να εκταμιευθούν οι δόσεις για να πληρωθεί το ΔΝΤ στις 5 Ιουνίου και να υπάρξει μια νέα συμφωνία ως τη λήξη της παράτασης του τρέχοντος προγράμματος στις 30 Ιουνίου. «Κανένας δεν καταλαβαίνει πώς μπορεί αυτό να συμβεί» σχολιάζουν τραπεζικές πηγές.

Ωστόσο καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι στην παρούσα συγκυρία η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να παράσχει μεγάλο χρηματοδοτικό πακέτο στην Ελλάδα. «Με την έλλειψη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που υπάρχει, οι Ευρωπαίοι για να δώσουν τρίτο πρόγραμμα, το οποίο να συνοδεύεται από χρηματοδότηση 30-40 δισ. ευρώ, θα πρέπει να ζητήσουν υπερβολικές εξασφαλίσεις από την Ελλάδα, τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παράσχει» αναφέρουν.

Με τη λύση του μεγάλου πακέτου, που θα έδινε στη χώρα προοπτική για τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια, να απομακρύνεται και με δεδομένη τη θέση των Ευρωπαίων να αποφύγουν το Grexit, ως πιθανότερο σενάριο προβάλλει τώρα να δοθεί στην Ελλάδα μια λύση που να πηγαίνει τόσο μακριά όσο η χώρα μπορεί να χρηματοδοτηθεί με τα κεφάλαια που περισσεύουν από το τρέχον πρόγραμμα. Δηλαδή τα 7,2 δισ. ευρώ των δόσεων που απομένουν και μέρος ή το σύνολο των περίπου 11 δισ. ευρώ του ΤΧΣ.

Με μια τέτοια συμφωνία αποφεύγεται το ενδεχόμενο η χώρα να μην μπορεί να πληρώσει το ΔΝΤ τον Ιούνιο και την ΕΚΤ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και να οδηγηθεί σε χρεοκοπία και επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls). Επιπλέον, εξασφαλίζονται τα απαραίτητα κεφάλαια για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές τουλάχιστον ως την ολοκλήρωση του προγράμματος του ΔΝΤ, στο τέλος του ερχόμενου Μαρτίου.

Το 2016 λύση μακροπρόθεσμη
Με τον τρόπο αυτόν μετατίθεται για τα μέσα του 2016 η εξεύρεση μιας μακροπρόθεσμης λύσης για το ελληνικό ζήτημα. Ως τότε οι Ευρωπαίοι θα έχουν προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση τον χρόνο που ζητεί για να εφαρμόσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Στο διάστημα αυτό όμως η χώρα θα ζει με δικές της δυνάμεις, καθώς η ρευστότητα του Δημοσίου έχει στερέψει, οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις του έχουν εκτοξευθεί στα ύψη και η οικονομία φλερτάρει επικίνδυνα με την ύφεση, ενώ η φοροδοτική ικανότητα πολιτών και επιχειρήσεων έχει εξαντληθεί. Στην περίπτωση αυτή η χώρα θα σαπίζει στην κυριολεξία εντός του ευρώ.

Η επιλογή αυτή εκτιμάται ότι διευκολύνει όλους: Πολιτικά τους Ευρωπαίους, διότι δεν θα χρειαστεί να βάλουν το χέρι στην τσέπη συμμετέχοντας σε ένα νέο πρόγραμμα ύψους 30-40 δισ. ευρώ. Το ΔΝΤ, το οποίο θα πάρει πίσω τα χρήματά του και θα συνεχίσει να ασκεί την εποπτεία. Αλλά και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η οποία σώζει τα προσχήματα του έντιμου συμβιβασμού, καθώς δεν θα χρειαστεί να υπογράψει νέο μνημόνιο και να λάβει τόσο βαριά και αντιλαϊκά μέτρα όσο στην περίπτωση που θα συμφωνούσε σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα και στη σύναψη ενός νέου δανείου. Το ύψος των μέτρων τα οποία θα κληθεί να πάρει τώρα θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το πρωτογενές πλεόνασμα που θα συμφωνηθεί για το 2015 και το 2016.

Ενα χρόνο στο «ψυγείο»

«Από την Εντατική στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας»
Με μια μεσοπρόθεσμη συμφωνία, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί κοινοτική πηγή, «η Ελλάδα θα βγει από την Εντατική και θα μπει στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας για τουλάχιστον έναν χρόνο». Η χώρα θα επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 2016, όταν αναμένεται να επαναληφθεί το σημερινό σκηνικό. Ολα αυτά εκτιμάται ότι θα παρατείνουν την πολιτική αστάθεια, η οποία με τη σειρά της θα επιδεινώσει περαιτέρω το κλίμα στην οικονομία, με αντίκτυπο στην ανεργία, στην απασχόληση και εν γένει στην κοινωνία. Υπό το πρίσμα αυτό, η διαχείριση της καθημερινότητας για την κυβέρνηση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη δημοτικότητά της.

Όσον αφορά το θέμα τι θα γίνει με τις τράπεζες αν χρησιμοποιηθούν τα λεφτά του ΤΧΣ και χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι από 1ης Ιανουαρίου 2016 ισχύει πανευρωπαϊκά το bail-in, δηλαδή το «κούρεμα» των καταθέσεων για τη διάσωση των προβληματικών τραπεζών.

Το σενάριο αυτό συνάδει και με τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ο οποίος εμφανίζεται αισιόδοξος ότι «μπορούμε σύντομα να φτάσουμε σε σταθερή, μακροπρόθεσμη και βιώσιμη λύση», καθώς θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα κεφάλαια για να πληρώσει η χώρα τους πιστωτές τουλάχιστον εφέτος και του χρόνου, παρέχοντας στην κυβέρνηση, η οποία έχει πορευθεί ως σήμερα κάτω από ασφυκτικές συνθήκες, σημαντικές ανάσες. Αλλά συνάδει επίσης με τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ ότι «πρέπει να είναι μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, όχι μια γρήγορη και βρώμικη δουλειά».