Υπόγειες διεργασίες σε...
Ευρώπη και ΗΠΑ για να πέσει το τείχος του Σόιμπλε
Προβληματισμό ως και ανησυχία προκαλεί σε (κάποια) κυβερνητικά γραφεία η τροπή που έχει λάβει η κρίση στις ελληνογερμανικές σχέσεις τις τελευταίες ημέρες. Κορυφαία κυβερνητικά στελέχη δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για την εξέλιξη και εμφανίζονται ανήσυχα για την κρίση, η οποία μοιάζει να οδηγεί την κατάσταση σε αδιέξοδο και να δυναμιτίζει την ευρύτερη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές.
Πρόκειται για παρεξήγηση ή για απόρροια πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων από την 25η Ιανουαρίου και έπειτα; Κυβερνητικές πηγές και στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα είχαν από την πρώτη στιγμή επιδείξει διάθεση επικοινωνίας και συνεννόησης με τη γερμανική πλευρά. Έλεγαν μάλιστα τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες ότι «πρέπει να υπάρξει εμπιστοσύνη και ηρεμία στις σχέσεις με τη Γερμανία».
Όταν η ένταση «χτύπησε κόκκινο»
Παρά ταύτα, οι εξελίξεις κινήθηκαν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και αποτέλεσμα ήταν η ένταση στις ελληνογερμανικές σχέσεις να έχει σήμερα «χτυπήσει κόκκινο», χωρίς να διαφαίνεται προοπτική αποκλιμάκωσης.
Κατά μία εκδοχή, η κρίση είναι αποτέλεσμα της παντελούς αδυναμίας συνεννόησης μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη και του γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Χωρίς να παραγνωρίζει το βαθύ χάσμα που υπάρχει μεταξύ των δύο και τα εκκεντρικά στοιχεία στη συμπεριφορά του κ. Βαρουφάκη, κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος εκτιμά ότι οι αιτίες του προβλήματος είναι άλλες. «Και φράκο με παπιγιόν να φορούσε ο Βαρουφάκης, η κρίση με τον Σόιμπλε θα είχε εκδηλωθεί με τον ίδιο τρόπο» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Και όπως προσθέτει ο κορυφαίος κυβερνητικός παράγων, το πρόβλημα είναι βαθύ και οφείλεται αλλού. Ειδικότερα, το αποδίδει σε μια διαμορφωμένη εκ των προτέρων διάθεση της γερμανικής κυβέρνησης να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αγνοώντας τη σημασία της εκλογικής διαδικασίας.
«Είναι προφανές ότι πρέπει να βρούμε μια χρυσή τομή μεταξύ των κανόνων που υπάρχουν και των δεδομένων που διαμορφώνουν οι εκλογές» σημειώνει η ίδια κυβερνητική πηγή και προσθέτει: «Αν δεν ισχύσει αυτό, τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι στις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα θα πρέπει να καταργηθούν οι εκλογές».
Κατά την ελληνική κυβέρνηση, καθοριστική παράμετρος για τη μαινόμενη κρίση ήταν τα επεισόδια που διαδραματίστηκαν στις Βρυξέλλες λίγο πριν από την 20ή Φεβρουαρίου και τη συμφωνία για την παράταση που υπογράφηκε στο Eurogroup. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη ερμηνεία στα κυβερνητικά γραφεία στην Αθήνα, από τη στιγμή που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αφαίρεσε από το κείμενο τη δυνατότητα «τροποποίησης» της συμφωνίας «άρχισε να συμπεριφέρεται χωρίς καμία οικονομική λογική και με διάθεση να υπονομεύσει την ίδια τη συμφωνία».
Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα που αναδεικνύεται - και το οποίο αναγνωρίζουν στην Αθήνα - είναι ότι με διαφορετικό τρόπο «διαβάζει» η ελληνική και διαφορετικό η γερμανική κυβέρνηση τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου: ο κ. Τσίπρας και η ελληνική κυβέρνηση βλέπουν σε αυτήν πολιτικά χαρακτηριστικά και απεγκλωβισμό από το Μνημόνιο, ενώ ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από την πλευρά του δεν διακρίνει τίποτε τέτοιο, παρά μια δέσμευση της νέας ελληνικής κυβέρνησης να τηρήσει ανειλημμένες δεσμεύσεις.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει αυτή τη στιγμή επεξεργασμένο σχέδιο αποκλιμάκωσης της έντασης με το Βερολίνο και μάλλον αναμένει συνέχιση της κρίσης.
Ενδεικτικό είναι ότι τις τελευταίες εβδομάδες δεν υπάρχουν καν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, τους οποίους είχαν ανοίξει προεκλογικώς ο σημερινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ι. Δραγασάκης και ο σημερινός υπουργός Οικονομίας Γ. Σταθάκης διά των αλλεπάλληλων επαφών τους με τον υφυπουργό Εργασίας Γεργκ Ασμουσεν και άλλους υπουργούς της γερμανικής κυβέρνησης.
Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζουν κάποιες κινήσεις των τελευταίων ημερών, οι οποίες δείχνουν προσπάθειες αποκατάστασης των σχέσεων σε διαφορετικά πεδία, μακριά από το ναρκοπέδιο των συναντήσεων Σόιμπλε - Βαρουφάκη.
Μία από αυτές ήταν και η συνάντηση του κ. Τσίπρα με τον γερμανό σοσιαλδημοκράτη πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς την Παρασκευή στις Βρυξέλλες, όπου και συζητήθηκαν δυνατότητες αποδέσμευσης κονδυλίων για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Μια άλλη απόπειρα προσέγγισης έγινε προ ημερών στην Αθήνα, όταν σύμφωνα με πληροφορίες ο πρεσβευτής της Γερμανίας δρ Πέτερ Σόοφ συναντήθηκε με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Δραγασάκη σε μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος και άρσης των παρεξηγήσεων.
Επιπλέον, στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας αντιπροσωπεία γερμανών βουλευτών, μελών της αρμόδιας επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Μπούντεσταγκ επισκέφθηκε την Αθήνα με στόχο την αξιολόγηση των νέων δεδομένων και τη βολιδοσκόπηση των δυνατοτήτων να κρατηθεί ζωντανή η συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών.
Η ερμηνεία των Γερμανών
Σύμφωνα πάντως με γερμανικές πηγές, η απόπειρα να εξηγηθεί η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση έχει δύο ερμηνείες. Κατά μία εκδοχή η κυβέρνηση σκοπίμως καλλιεργεί την ένταση με τη Γερμανία ώστε να χτίσει ένα σκληρό πατριωτικό προφίλ και να κερδίσει πόντους στην κοινή γνώμη, ώστε εν συνεχεία να μπορέσει με πλήρη κοινωνική ανοχή να περάσει τα δυσάρεστα μέτρα που θα φέρει η διαπραγμάτευση με τους πιστωτές.
Κατά μία άλλη εκδοχή, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει αποκλείσει τα ενδεχόμενα «ατυχήματος» και αδυναμίας τήρησης υποχρεώσεων και υπό το πρίσμα αυτό επιλέγει τη σύγκρουση με τη Γερμανία, ώστε να έχει μια έτοιμη εξήγηση ενώπιον του εσωτερικού ακροατηρίου σε περίπτωση πιστωτικού γεγονότος.
Προβληματισμός στο Μαξίμου
Η Ζωή και ο αντιγερμανισμός
Στο βαρύ περιβάλλον που έχει ήδη δημιουργηθεί μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, παρουσιάζονται επιπλέον και διάφορες περιπλοκές, όπως το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων, το οποίο ήλθε στη Βουλή την προηγούμενη εβδομάδα, σε μια συζήτηση που κατά πολλούς έριξε λάδι στη φωτιά, τη λάθος στιγμή και με τον λάθος τρόπο.
Μια πληροφορία που προξενεί ενδιαφέρον είναι ότι ως προς το συγκεκριμένο θέμα, ο ορισμός του χρόνου της συζήτησης από την Πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου έγινε ερήμην του Μεγάρου Μαξίμου. Κατόπιν αυτού, ο Πρωθυπουργός βρέθηκε αναγκασμένος να παραστεί και να μιλήσει στη συνεδρίαση προκειμένου να... αποφευχθούν τα χειρότερα και να μην αφήσει το πεδίο ελεύθερο και τον χειρισμό του θέματος στην Πρόεδρο της Βουλής.
Ο καλλιεργούμενος αντιγερμανισμός πάντως είναι ένα θέμα που προβληματίζει πολλούς μέσα στην κυβέρνηση, ειδικώς δε όταν βλέπουν ότι υπάρχουν κέντρα που επενδύουν πολιτικά στην ένταση με τη Γερμανία, όπως οι ΑΝΕΛ, ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ. Οσοι προβληματίζονται από το στοιχείο αυτό, επισημαίνουν ότι μπορεί να είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, ειδικώς δε όσο δεν διαφαίνεται καμία οικονομική διέξοδος για την Ελλάδα και σε περίπτωση που το πρόβλημα της ρευστότητας οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.