Κι όμως ήρθε (και) η ώρα της κεντροδεξιάς.


Η Αριστερά είναι πρώτη ...


φορά στην κυβέρνηση και η Ν.Δ στην αντιπολίτευση  ν΄αναζητά τη χαμένη της ταυτότητα.

Το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ “ήρθε η ώρα της αριστεράς” έγινε πραγματικότητα στις 25 Ιανουαρίου. Κι όμως με αφορμή αυτή την ήττα ίσως ήρθε η ώρα και της κεντροδεξιάς.

Η Νέα Δημοκρατία προς το παρόν τηρεί στάση αναμονής, με τη γαλάζια ηγεσία να θεωρεί προσωρινή την ήττα και βέβαιη την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 Πέραν όμως του ότι οι θεωρίες όπως αυτή της αριστερής παρένθεσης ενίοτε διαψεύδονται, πέραν του ότι η ίδια η βάση της κεντροδεξιάς δεν μπορεί παρά να εξοργίζεται με όποιον επενδύει στην καταστροφή της χώρας σκεπτόμενος το κομματικό όφελος, ας προβληματιστούν λίγο οι σαμαρικοί και λοιποί γαλάζιοι (γιατί δεν είναι μόνο η ηγεσία που εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεί σύντομα τοίχο):

Πως είναι τόσο σίγουροι ότι σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ διαψεύσει με τρόπο ηχηρό τις προσδοκίες των ψηφοφόρων, αυτοί θα επιστρέψουν στη Ν.Δ που ήδη απέρριψαν την ώρα που καραδοκεί η Χρυσή Αυγή για να εκμεταλλευθεί οργή και απογοήτευση;

Η αντιπολίτευση αποτελεί άλλωστε μία θαυμάσια ευκαιρία αναδιοργάνωσης, ευκαιρία που προς το παρόν η Ν.Δ δεν αξιοποιεί περιμένοντας ένα μεγάλο στοίχημα, που εμπεριέχει και για την ίδια της την ύπαρξη ρίσκο. Δεν είναι τόσο θέμα προσώπων, αν και τα πρόσωπα βεβαίως ενσαρκώνουν και εκφράζουν πολιτικές και ιδεολογίες. Είναι τα ερωτήματα που τίθενται αμείλικτα για ζητήματα που ξεπερνούν την απλή αλλαγή αρχηγού. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ποιος κάνει κουμάντο στο μαγαζί, αλλά και ποιο είναι το μαγαζί.

Το υπαρξιακό δίλημμα “στροφή στο κέντρο ή στα δεξιά” θα εξακολουθήσει να ταλανίζει τη Ν.Δ. Οι κάλπες όμως έχουν δώσει την απάντηση για όποιον θέλει στα αλήθεια να ακούσει. Οι απώλειες ψήφων προς τα δεξιά ξεκίνησαν το 2011 λόγω της στροφής σε σχέση με το μνημόνιο όχι επειδή ο Σαμαράς δεν ήταν αρκετά δεξιός.

 Το 2012 περίπου το 16% του εκλογικού σώματος ψήφισε κόμματα εκ δεξιών της Ν.Δ, ποσοστό που έμεινε σταθερό στις ευρωεκλογές του Μαϊου του 2014 και μειώθηκε στο 12% στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου μέσα σε κλίμα οξύτατης πόλωσης και μπροστά στο φόβο μίας κυβέρνησης αριστεράς.

 Ό,τι όμως κέρδισε εκ δεξιών η Ν.Δ σε αυτή την κάλπη, το έχασε προς το φερόμενο ως φιλελεύθερο κέντρο (οι μετακινήσεις στο Ποτάμι ήταν αξιοσημείωτες) ή ακόμη και απευθείας προς το ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα ήρθε η ώρα μίας αριστεράς, που έχει μεγάλη ανοχή ή στήριξη από το κέντρο.

Ο αντίλογος υποστηρίζει ότι ίσα ίσα ακριβώς με μία κυβέρνηση αριστεράς, η έμφαση της Ν.Δ πρέπει να είναι στα δεξιά, καθώς αυτό θα είναι το καθαρό δίπολο των επόμενων ετών. Πιστεύουν ότι έτσι θα συσπειρώσουν και όσους έχουν... αντικομμουνιστικά ένστικτα, αλλά και τους κεντρώους ψηφοφόρους που θα στραφούν προς τα δεξιά για να διώξουν αυτούς που οδηγούν τη χώρα σε ρήξη με την Ευρώπη και που είναι κρατιστές.

Αυτή η σιγουριά πάντως δε βγήκε σε καλό το προηγούμενο διάστημα. Άλλωστε ποιες συμμαχίες έκανε στην κοινωνία η Ν.Δ πέραν του να απειλεί ότι θα έρθουν οι κομμουνιστές να σας πάρουν τα σπίτια, να ανοίξουν τα σύνορα, να κατεβάσουν τις εικόνες και να αφήσουν άδεια τα ΑΤΜ; Με τους δημοσίους υπαλλήλους, τους ένστολους, τη μεσαία τάξη, όλη την κοινωνία την οποία έφερε απέναντι της;

Η κεντροδεξιά δεν πρέπει να απολογείται στην ιδεολογική τρομοκρατία των αντιπάλων, ούτε να έχει ενοχές, λένε οι υποστηρικτές της δεξιάς καθαρότητας, σε μία έμμεση απόρριψη της λογικής του μεσαίου χώρου, για την οποία εκ δεξιών είχαν κατηγορήσει τον Καραμανλή. Πρέπει λοιπόν να απολογείται στην ιδεολογία της ακροδεξιάς; Ή μήπως πρέπει να βρει τη δική της ταυτότητα ξανά ή και εξ αρχής;

Το ποια θα είναι η φυσιογνωμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ποιο κόμμα θα είναι σε αυτή τη θέση μάλιστα αποτελεί ζήτημα που δεν πρέπει να απασχολεί μόνο τους κεντρο-δεξιούς.

 Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει και θεσμικό και βαθιά πολιτικό ρόλο, είναι η αντίρροπη δύναμη που δια του “δημοκρατικού παραδόξου” -της ισορροπίας μεταξύ των δύο αντιθέτων που περιέγραφε η Chantal Mouffe στο ομώνυμο βιβλίο της- διαμορφώνει το τοπίο μαζί με την κυβέρνηση και είναι πάντα η εν δυνάμει κυβέρνηση, η εναλλακτική πρόταση για τον τόπο.

Να κάνει όμως και καμία πρόταση, όχι μόνο να λειτουργεί με λόγο “αντί”. Γιατί τα αντι-αριστερά ταμπού σπάσανε στις 25 Γενάρη και γιατί ακόμη και σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει, οι συνεχείς και απρόβλεπτες μετακινήσεις ψηφοφόρων δείχνουν πως τίποτε δεν είναι πια δεδομένο.

 Το θέμα είναι τι έχεις να πεις και ποιο όραμα για το μέλλον έχεις να προτείνεις, όχι απλά να μαλώσεις τον πολίτη που ψήφισε (βασίμως ή όχι, δεν εξετάζουμε αυτό) με γνώμονα την ελπίδα για κάτι καλύτερο, σίγουρος ότι θα γυρίσει στα παλιά.