Οι καιροί των πέτσινων υποσχέσεων παρήλθαν οριστικά και αμετάκλητα


Τελευταίως οι πολιτικές ...



εντάσεις γίνονται ολοένα και οξύτερες. Οι χαρακτηρισμοί περισσεύουν, οι εύκολες κρίσεις γενικεύονται και οι κωλοτούμπες επίσης έχουν γίνει του συρμού.

Καταφυγή πάντων βεβαίως ο λαϊκισμός, για τις εντυπώσεις οι αντιπαραθέσεις, για την επικοινωνία πρωτίστως και σπάνια για την ουσία.

Λόγια - λόγια δώθε κείθε στηριγμένα σε σκόρπιες ασύνδετες καταγγελίες χωρίς εμβάθυνση, χωρίς επεξεργασίες, χωρίς γνώση του αντικειμένου, ακατάσχετες περιπτωσιολογίες, που δεν συνθέτουν το όλον, δεν αποδίδουν τη μεγάλη εικόνα, δεν μπορούν να συνθέσουν λύσεις πραγματικές για το μέγα πρόβλημα της χώρας, που δεν άλλο απ' αυτό της ανοικοδόμησης και της ανασυγκρότησης.

Η Ελλάδα της κρίσης αποδίδει μια οικονομία βομβαρδισμένη και μια κοινωνία διαλυμένη. Και το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η ανοικοδόμησή της και η ανόρθωσή τους. Έπ' αυτού ελάχιστα λέγονται και ακόμη λιγότερα γίνονται.

Ωστόσο σύντομα η ελληνική πολιτική τάξη, δεξιάς, κεντρώας ή αριστερής προέλευσης, θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά περιορισμένοι βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Είναι η θέση της χώρας τέτοια, είναι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι της διάσωσης που εξασφάλισε εντός του ευρώ τόσο μεγάλες, που δεν επιτρέπουν μεγάλα λόγια και υποσχέσεις εκ των προτέρων ανεκπλήρωτες.

Θα αποδειχθεί γρήγορα ότι δανειστές και εταίροι δεν πρόκειται να ρυθμίσουν τα χρέη μας αν δεν αποδεχθούμε για χρόνια σταθερά δημοσιονομικά πεδία, τα οποία δεν θα επιτρέπουν μεγάλες αποκλίσεις από τις αρχές των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.

Οι κυβερνήσεις θα έχουν πολύ μικρά περιθώρια κινήσεων. Η δημοσιονομική τους ελευθερία θα κινείται μεταξύ ισοσκελισμού και ελλειμμάτων 0,3% έως Ο,5% του ΑΕΠ. Και στην εκδοχή των πρωτoγενών πλεονασμάτων οι τιθέμενοι στόχοι θα είναι διαπραγματεύσιμοι μεταξύ 2% και 3% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια η χρηματοδότηση δημόσιων καταναλωτικών, αλλά και επενδυτικών δαπανών δεν μπορεί να γίνεται με ελλείμματα παρά μόνο με περισσεύματα.

Πράγμα που σημαίνει ότι μια κυβέρνηση αν θέλει υποτυπωδώς να σταθεί στον πλευρό των πολιτών θα πρέπει να διατηρεί χρηστή διαχείριση και να επιβεβαιώνει κάθε τόσο την εισπρακτική αποτελεσματικότητά της.

Σχεδόν ταυτόχρονα η εγχώρια πολιτική τάξη θα διαπιστώσει σύντομα ότι χάνει ένα ακόμη εργαλείο αυτονομίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.

Από την Κυριακή και μετά οι ελληνικές Τράπεζες περνούν στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η Τράπεζα της Ελλάδος χάνει την εποπτεία και κατ' επέκταση τον έλεγχο της ρευστότητας, ενώ η πολιτική τάξη δεν θα μπορεί να επεμβαίνει στην οικονομία μέσω του πιστωτικού συστήματος.

Παλαιότερα κάθε νέα κυβέρνηση είχε στα χέρια της την Εθνική, την Αγροτική, το Τ.Τ. και άλλες μικρότερες κρατικές Τράπεζες μέσω των οποίων ασκούσε πολιτική, διέθετε χρήματα για διάφορους σκοπούς, μπορούσε να παρεμβαίνει μέσω παράλληλων μηχανισμών στην οικονομία.

Τώρα κι αυτό το εργαλείο περνά σε έλεγχο και κανόνες τρίτων.

Οπότε το πολιτικό σύστημα που δεν θα μπορεί να μοιράζει παροχές, ούτε χρήμα, θα πρέπει να αναθεωρήσει το ρόλο του, να αλλάξει σκοπούς και προτεραιότητες, να μεταβληθεί σε σχήμα πραγματικού οργανωτή και καθοδηγητή της κοινωνίας.

Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει δομή λ ειτουργίες και περιεχόμενο.

Οι εποχές που ασύνταχτα ένα κόμμα μοίραζε υποσχέσεις και ευχολόγια έχει περάσει οριστικά και αμετάκλητα.

Η τρέχουσα πολιτική τάξη πρέπει να βρει το κουράγιο να αλλάξει, να μετασχηματισθεί και να αποδώσει σύγχρονους μηχανισμούς, ικανούς να προσφέρουν πραγματικά στην ανοικοδόμηση και ανασύσταση της χώρας.

Αλλιώς δεν έχουν καμία τύχη.

Θα τους ξεράσει η Ιστορία, θα τους τελειώσει η σύγχρονη κοινωνία, που μετά όσα πέρασε δεν θα ανεχθεί ευκολίες και πέτσινες υποσχέσεις.