Καταχειροκροτήθηκαν από 5.500 θεατές στην Επίδαυρο οι «Πέρσες»


Το αντιπολεμικό έργο του ...


Αισχύλου «Πέρσες», η καλοκαιρινή παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη 16 Ιουλίου και βρίσκεται ήδη σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, παρουσιάστηκε τη νύχτα της Παρασκευής και στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Όπως σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ η παράσταση καταχειροκροτήθηκε από τους περίπου 5.500 θεατές που την παρακολούθησαν. Οι εξέδρες δεν γέμισαν πάντως, αν και ίσως αυτό να οφείλεται στον καύσωνα. Τo χειροκρότημα στο τέλος κράτησε πέντε λεπτά.

Οι «Πέρσες» είναι το αρχαιότερο από σωζόμενα δράματα του Αισχύλου και μάλιστα με περιεχόμενο ιστορικό αφού πραγματεύεται την οδύνη των Περσών όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα. Και για τα δεινά του πολέμου ποιός άλλος εκτός από τον ηττημένο μπορεί να μιλήσει καλύτερα; Μέσα από τον θρήνο των Περσών ο Αισχύλος καταδεικνύει το μέγεθος της ήττας, προβάλλει το ήθος και τις αξίες των νικητών Ελλήνων, ενώ καταδικάζει την ανθρώπινη αλαζονεία.

Οι «Πέρσες» αποτελούν μια τραγωδία διαχρονική, με οικουμενικό λόγο και αναλλοίωτες αξίες, ένα διαχρονικό μάθημα ηθικής πάνω στην άκαμπτη συνείδηση του κάθε δυνάστη, που, ιστορικά, έχει προκαλέσει πολέμους και ανθρώπινο πόνο. Ενώ πρόκειται για έναν έμμεσο ύμνο του ελληνικού πνεύματος που συνέτριψε τους Ασιάτες, το θέμα είναι ιδωμένο με μοναδικό τρόπο από την πλευρά των ηττημένων. Σε ολόκληρη την τραγωδία δεν ακούγεται ούτε ένα ελληνικό όνομα.

Ο Άκης Σακελλαρίου επέστρεψε στο αρχαίο δράμα από το οποίο είχε ξεκινήσει (Βάκχες, 1986) και ενσάρκωσε την Άτοσσα, το ρόλο-άξονα της παράστασης. Τιθάσευσε την αναπάρασταση της ακραίας ψυχοσωματικής κατάστασης της τραγικής βασίλισσας μεταθέτοντας την εκφραστικότητα του και σε άλλα μέρη του σώματος υπογραμμίζοντας έτσι το χειρονομιακό του παίξιμο. Στο στυλιζαρισμένο αυτό ύφος της παράστασης συντέλεσαν και τα κοστούμια δια χειρός Γιάννη Μετζικώφ με αυτό της Άτοσσας να ξεχωρίζει. Το βάθος της φωνής του Γιάννη Φέρτη και η άψογη εκφορά του λόγου από τον ηθοποιό τον έκαναν να υποδηθεί επάξια το Φάντασμα του Δαρείου, ενώ ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως Αγγελιαφόρος και ο Γιώργος Κολοβός στο ρόλο του Ξέρξη άφησαν θετικές εντυπώσεις.

Η Νικαίτη Κοντούρη, μετά τις Τρωάδες, σκηνοθέτησε μια άρτια παράσταση, σε μετάφραση του Πάνου Μουλλά, κορυφαία στιγμή της οποίας ήταν η εντυπωσιακή εμφάνιση του φαντάσματος του Δαρείου. Η ύπαρξη της μάσκας στα βαμμένα πρόσωπα των ηθοποιών υπογράμμιζε την αποστασιοποίηση παραπέμποντας και σε τούτο το σημείο στο Θέατρο Νο, χωρίς ωστόσο να εμποδίζει τους ηθοποιούς να ζωντανέψουν τα πρόσωπα. Τα λιτά αλλά ευρηματικά σκηνικά του Γιώργου Πάτσα επέτρεψαν στους ηθοποιούς και στον Χορό να εκφράσουν τη δραματικότητα της ατμόσφαιρας. Εξαιρετικά δεμένη με την παράσταση ήταν η μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη και η παρουσία στη σκηνή του τσελίστα Θοδ. Παπαδημητρίου.