Τι μας έμαθε το «Κάτω Παρτάλι»


Ακτινοσκόπηση στους χαρακτήρες και στα...



 ήθη της αφασικής σπατάλης στην εποχή του Χρηματιστηρίου, αλλά και στο τσουνάμι που ακολούθησε για να προσγειωθούν ανώμαλα στην σκληρή πραγματικότητα της κρίσης, ήταν το σίριαλ του Mega. Οι περισσότεροι από εμάς ανακάλυψαν στους ήρωες και στις καταστάσεις τους ένα κομμάτι του εαυτού τους. Και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που τρέλανε τα μηχανάκια της AGB

Τι είναι δυστυχία; Να έχεις παραγγείλει τσάντα γαλλικού οίκου ειδών πολυτελείας για την οποία έχεις μπει σε λίστα αναμονής, να σε βρίσκει το αναπόδραστο και μία εβδομάδα μετά το «άμωμοι εν οδώ αλληλούια», τσουπ να σου η πανάκριβη - στάτους σίμπολ τσάντα.

Σκηνή, καλά μάντεψες, από το «Κάτω Παρτάλι» στην οποία η Βίβιαν - Νάντια Κοντογεώργη περιγράφει στον επιστήθιο φίλο της Μανώλη - Μίνωα Θεοχάρη, τι είναι «δυστυχία» για εκείνην. Και όμως, η σκηνή αυτή είναι βγαλμένη μέσα από τη ζωή, αποσαφήνισαν από την παραγωγή της σειράς.

Το σουρεαλιστικό «Κάτω Παρτάλι», υπό όρους, ήταν στον πρώτο κύκλο το «American Horror Story» με ελληνικό σαρδόνιο χαμόγελο. Μια εκ πρώτης όψεως κωμωδία, αλλά με υποβλητικό φόβο (που είναι και ο χειρότερος). Γιατί στα μάτια του θεατή και των ηρώων της σειράς ήταν ακαθόριστος.

Αν δεχθούμε τη συνθήκη του σουρεαλισμού, τότε συμφωνούμε ότι η σειρά του Λευτέρη Παπαπέτρου για το Mega θα μπορούσε να καταχωρισθεί στην τυπολογία «εκπαιδευτική τηλεόραση»!

Με όχημα το ανατρεπτικό χιούμορ, η πλοκή ήταν ένα διαρκές σχόλιο για το πώς φθάσαμε στη σημερινή κρίση, για τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, φωτίζοντας χαρακτήρες που είναι ανάμεσά μας, σκιαγραφήθηκε η (υποδόρια) αντιπαλότητα του επηρμένου πρωτευουσιάνου με τον άνθρωπο της επαρχίας, οι ήρωες μίλησαν στη γλώσσα των νέων, θυμηθήκαμε εκφάνσεις της παράδοσης και ενός τρόπου ζωής στην ύπαιθρο που παραπέμπει σε κάδρα της Ελλάδας του Μπουασονά (με δόση υπερβολής).

Ταυτόχρονα, το «Κάτω Παρτάλι» (σκηνοθεσία Αμαλίας Γιαννίκου) σύστησε μια ομάδα από τη νέα γενιά ηθοποιών με υποσχέσεις (Νάντια Κοντογεώργη, Βασιλική Τρουφάκου, Λεωνίδας Καλφαγιάννης, Μίνως Θεοχάρης, Σταύρος Σβήγκος κ.ά.) και επανέφερε καταξιωμένους, όπως οι Τάσος Χαλκιάς, Βίκυ Σταυροπούλου, που είχαμε καιρό να δούμε στις τηλεσυχνότητες (τον Χαλκιά από το 2011 και τη Σταυροπούλου από το 2002).

Τα μηνύματα της σειράς, πολλά με πολλαπλούς αποδέκτες και καμουφλαρισμένα. Αναδύθηκαν χαρακτήρες, μόνιμοι του πάρτι του 2000-2008, σαν τη - γέννημα - θρέμμα Λαιμού Βουλιαγμένης - Βίβιαν (βουλιαγμένη ώς τον λαιμό στα χρέη, το πιάνεις το υπονοούμενο, υποθέτω) που σωματοποιεί τον αφασικό σουσουδισμό, και τον αδελφό της Κωνσταντίνο, που βρέθηκε εν ριπή κι εκείνος στη χωματερή των άλλοτε ισχυρών γκόλντεν μπόις με όλα τα παρελκόμενα (διακοπές σε μίνιμαλ μπουτίκ οτέλ της Μυκόνου, μονίμως ρεζερβέ πρώτο τραπέζι πίστα σε διάφορα ξενυχτάδικα, προσωπικό γυμναστή κ.λπ., κ.λπ.).

Φιγούρες δηλαδή αναγνωρίσιμες που βρέθηκαν με λεφτά στα χέρια, με έντιμο ή όχι τρόπο, αλλά πλέον έχουν χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και υποχρεώνονται να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες.

Από την άλλη, σχηματίστηκαν ενώπιόν μας μορφές όπως ο Διαμαντής του Τάσου Χαλκιά, αρχετυπικό επαρχιώτη με οξυμμένο ένστικτο, ή η Μοσχούλα της Βίκυς Σταυροπούλου, το πορτρέτο της οποίας μοιάζει με σύμπραξη  Αριστοφάνη - Αισχύλου.

«Στους χαρακτήρες του σίριαλ αναγνωρίζονται τύποι που συμπεριφέρονται και κινούνται το ίδιο και σήμερα όπως και τότε. Δεν είναι πολλοί, αλλά αρκετοί. Με άλλα λόγια, εκείνο το πάρτι για κάποιους συνεχίζεται ή νομίζουν πως συνεχίζεται» είπε άνθρωπος της τηλεοπτικής αγοράς που δέχθηκε να μιλήσει αλλά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Εξού και η Βίβιαν της σειράς νομίζει πως ό,τι βιώνει είναι κακό όνειρο και με το που θα ξυπνήσει θα ξαναβρεθεί στη χλιδή.

Σημείο των καιρών είναι η στιχομυθία ανάμεσα στη Μυρτώ (Βασιλική Τρουφάκου) και τον Κωνσταντίνο (Γιάννη Τσιμιτσέλη), όταν εκείνος της λέει ότι απολύθηκε από τη διαφημιστική στην οποία ήταν στέλεχος:

«Εντάξει, για λίγο καιρό θα περάσουμε με την αποζημίωσή σου» λέει η Μυρτώ και συγκλονισμένος ο Κωνσταντίνος αποκρίνεται «τι, θα περάσουμε με αυτά που δίναμε τον μήνα στον παρκαδόρο παραλιακού κλαμπ».
Ο διάλογος συνοψίζει πρακτική του πρόσφατου παρελθόντος για κάποιους, έλεγε άνθρωπος της παραγωγής που χρειάστηκε να κάνει έρευνα για τις ανάγκες του σίριαλ.

Οι αγροτικές δουλειές στο «Κάτω Παρτάλι» γεφυρώνουν δύο εκ διαμέτρου διαφορετικά σύμπαντα που εκπροσωπούν η μη μου άπτου Βίβιαν και ο πριμιτίβ Θανάσης (Λεωνίδας Καλφαγιάννης), υποδηλώνοντας ταυτόχρονα το συγκρουσιακό στοιχείο των δύο κόσμων μέσα από τη σχέση τους:

«Δύσκολη η αγροτική ζωή» του λέει. «Αν είναι λέει» απαντά εκείνος και συνεχίζει: «Το φθινόπωρο βάζουμε Πολωνούς να μαζέψουν τις ελιές, τον χειμώνα Γεωργιανούς να σκάψουν τ' αμπέλια, την άνοιξη Αφγανούς για φασόλια και ρεβίθια και το καλοκαίρι Καμερουνέζους να θερίσουν τα στάχυα».

«Οντως είναι δύσκολα. Εχω κι εγώ εμπειρία. Εχω μια φάρμα στο Farmville (σ.σ. ιντερνετικό παιχνίδι διαχείρισης αγροκτήματος)» λέει η Βίβιαν με σουρεαλιστικά πειστική κατανόηση.

Η σκηνή είχε την πλάκα της, όμως στο φόντο έθιγε με έξυπνο τρόπο δύο ζητήματα: την επικρατούσα αντίληψη - απότοκο της επίπλαστης ευμάρειας - από (μερίδα;) καλλιεργητών ότι οι αγροτικές δουλειές είναι για άλλους, αλλά και της μεταχείρισης που τυγχάνουν οι οικονομικοί μετανάστες.

Ταυτόχρονα προβλήθηκαν αγροτικές δουλειές σχεδόν ξεχασμένες: όπως το πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι με κόπανο (από την Κοντογεώργη) ή το άρμεγμα της γίδας με τα χέρια (από τον Τσιμιτσέλη).

Παλιές εκφράσεις ξεσκονίστηκαν χάρη στη σειρά, αλλά και νεολογισμοί των νέων συστήθηκαν στους μεγαλύτερους ηλικιακά μαζί με δάνεια από ρεμπέτικα και τη δημοτική παράδοση.

Ο στίχος παλιού ρεμπέτικου «θα κάνω γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια» έγινε viral και πυροδότησε συζητήσεις νέων ηλικιακά τηλεθεατών στην ενότητα «disqus» που έφτιαξε το Mega στην ιστοσελίδα για το «Κάτω Παρτάλι».

Τα συστατικά της σειράς διαμόρφωσαν νεανικό προφίλ που αποτυπώνεται και στις τηλεθεάσεις. Εξι στους δέκα είναι 15-24 ετών και επτά στις δέκα συνομήλικές τους ήταν συντονισμένοι στο Mega την ώρα που μεταδιδόταν το σίριαλ, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen Media Measurement που δημοσιοποίησε ο σταθμός.

Από την άλλη, η ύπαρξη αναγνωρίσιμων στερεοτύπων και καταστάσεων περασμένων εποχών σε συνδυασμό με εκφράσεις που χρησιμοποιούν στον κώδικα επικοινωνίας τους τα σημερινά παιδιά (για παράδειγμα σε ένα επεισόδιο ακούγεται ο Βλάσης - Σταύρος Σβήγκος να λέει «έφαγα μπακακάκια» που μεταφράζεται «έπαθα πανωλεθρία») κέντρισαν το ενδιαφέρον και των μεγαλύτερων (25-44) ανδρών (πέντε στους δέκα) και γυναικών (έξι στις δέκα).

Παράλληλα, η σειρά σαν σύγχρονο τζουκ μποξ σύστησε τραγούδια της δημοτικής παράδοσης και ρεμπέτικα που «αγκάλιασαν» οι νέοι και τα έκαναν δημοφιλή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Καθετί είχε απολύτως αιτιολογημένη ύπαρξη και θέση. Καθόλου τυχαία δεν έπαιζε διαφορετικό  δημοτικό τραγούδι στο τέλος κάθε επεισοδίου. Ηταν ένα κλείσιμο του ματιού στη μνήμη του χρυσόψαρου, ένα σχόλιο στις ρίζες, τις οποίες όσο κι αν θέλουν κάποιοι να απαρνηθούν ή να ξεχάσουν, η ζωή υπενθυμίζει πως είναι μία από τις εναπομείνασες σταθερές.

Ακούστηκαν συνολικά 15 παραδοσιακά τραγούδια, ανάμεσά τους ο «Μανώλαρος», συρτός της Σκύρου, και όχι ιδιαιτέρως γνωστά - στους νεότερους - ρεμπέτικα ή λαϊκά, όπως τα «Τον Χάρο τον αντάμωσαν» (στην εκτέλεση από τον Γιάννη Παπαϊωάννου) και το «Φύγε, λοιπόν, μη στέκεσαι» των Λευτέρη Παπαδόπουλου - Μίμη Πλέσσα. Το συγκεκριμένο μαζί με το «Τι σου 'κανα και πίνεις» (ερμηνευμένα αμφότερα από την Πόλυ Πάνου) ακούγονταν στην ταινία «Ολγα, αγάπη μου» (1968).

Εντούτοις το συγκεκριμένο τραγούδι γνώρισε δεύτερη νιότη μέσα από σκηνή του σίριαλ γυρισμένη σε ταβέρνα στα Πετράλωνα που έκαναν δημοφιλές οι νέοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η Ζωή Λάσκαρη βλέπει και επισημαίνει
«Το «Κάτω Παρτάλι» με αριστοτεχνικό τρόπο ανέδειξε την ξιπασιά του νεοπλουτισμού των προηγούμενων ετών. Εκεί συνίσταται η επιτυχία του» παρατηρεί η Ζωή Λάσκαρη, φανατική της σειράς του Mega. «Είναι τομογραφία μιας κοινωνικής τάξης με αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Η υποκριτική στάση τους, ότι δηλαδή αφορά κάποιους άλλους και όχι τους ίδιους, καταδεικνύει την τραγικότητα της κατάστασής τους. Ξεμπροστιάζει έναν τρόπο ζωής που αναπτύχθηκε στο σαθρό υπόβαθρο της επιδερμικότητας και φωτίζει τη γύμνια ενός κόσμου που σχεδόν επέβαλε τα "ρούχα του βασιλιά" ως βασική αξία ύπαρξης».