Στόχος η πολιτική ομαλότητα


Του Κωνσταντίνου Ζούλα

Ακραία μορφή βίας, που στοχοποιεί την πολιτική ομαλότητα και παραπέμπει σε...



 άλλες, επικίνδυνες, περιόδους της χώρας, αποτελεί η δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής και ο βαρύς τραυματισμός ενός τρίτου, την Παρασκευή, έξω από τα γραφεία της οργάνωσης στη λεωφόρο Ηρακλείου.

Οποιο κι αν ήταν το κίνητρο των δολοφόνων, βέβαιον είναι ότι στόχος τους ήταν η πολιτική ομαλότητα της χώρας. Διότι για μία ακόμη φορά η Ελλάδα έγινε από προχθές πρώτη είδηση σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα οποία αναδεικνύουν τον άδικο θάνατο των δύο νεαρών μελών της Χρυσής Αυγής, υπενθυμίζοντας και την πρόσφατη εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όπως και την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης που ήδη αποδίδει η Δικαιοσύνη στο κόμμα του κ. Ν. Μιχαλολιάκου. Επικαλούνται, επίσης, τον αμιγώς τρομοκρατικό χαρακτήρα της επίθεσης σε πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας πριν καλά καλά νυχτώσει, το γεγονός ότι ανέλαβε αμέσως την εξιχνίασή της η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, υπενθυμίζοντας δυστυχώς και ανάλογα εγκλήματα του παρελθόντος τα οποία «ακόμη στοιχειώνουν», όπως εγράφη χαρακτηριστικά, «μια χώρα που δίδει αγώνα για να παραμείνει στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Πέραν των ακραίων φωνών που δεν έλειψαν για μία ακόμη φορά, σπεύδοντας από τις πρώτες στιγμές σε αυθαίρετες εκδοχές και εικασίες, εκδίδοντας ακόμη και πορίσματα πριν από την Αστυνομία, είναι τουλάχιστον ευτυχές ότι σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της χώρας αντέδρασε αμέσως με ψυχραιμία, σύνεση και κυρίως αποφασιστικότητα και ομοθυμία.

Η μεν κυβέρνηση διεμήνυσε από την πρώτη στιγμή ότι «οι δολοφόνοι, όποιοι κι είναι, θα αντιμετωπιστούν αμείλικτα από τη Δημοκρατία, τη Δικαιοσύνη και ενωμένη την ελληνική κοινωνία», ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση τόνισε ότι η δολοφονία «πρέπει να τύχει της απόλυτης καταδίκης, καθώς και της ηθικής, ιδεολογικής και πολιτικής απομόνωσής της», υπογραμμίζοντας ότι η εν λόγω δολοφονία «στοχεύει στη δημοκρατία και δημιουργεί κλίμα αποσταθεροποίησης».

Ανάλογες ήταν οι ανακοινώσεις και των άλλων κομμάτων. Ο κ. Ευ. Βενιζέλος ανέφερε ότι «στη βία αντιτάσσονται η δημοκρατία και η νομιμότητα, μαζί με την ψυχραιμία και την ενότητα του ελληνικού λαού που προστατεύουν τη χώρα», ενώ και ο κ. Φώτης Κουβέλης, αφού καταδίκασε «με αποτροπιασμό τη δολοφονία δύο νέων ανθρώπων», εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι «η δημοκρατία και η νομιμότητα θα σταθούν απέναντι σε τέτοια φαινόμενα, που θέλουν να επιβάλουν τον φαύλο κύκλο της βίας και του αίματος».

«Κάποιοι ετοιμάζονται να οδηγήσουν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο», υποστήριξε, τέλος, σε μια εν θερμώ δήλωσή του ο κ. Πάνος Καμμένος, καλώντας τους Ελληνες «σε ενότητα, ομοψυχία και εθνική αντίσταση απέναντι σε αυτούς που επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία μέσω της διχόνοιας», ενώ το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που έκρινε σκόπιμο να θέσει ερωτήματα για την προέλευση και τα κίνητρα των δραστών, με τον υπεύθυνο Τύπου Γ. Γκιόκα, μάλιστα, να μιλάει για «άρωμα προβοκάτσιας» και «ενέργειες που αποπροσανατολίζουν, δημιουργούν κλίμα φόβου και διευκολύνουν αντικειμενικά όσους επιδιώκουν να επαναφέρουν θεωρίες, τσουβαλιάζοντας την πάλη του λαϊκού κινήματος με την εγκληματική δράση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής».

Από την πλευρά της η Χρυσή Αυγή έσπευσε να υιοθετήσει αμέσως την εκδοχή ότι «η εγκληματική ενέργεια ήταν αριστερής προέλευσης». Μάλιστα, ο κ. Ηλίας Παναγιώταρος υποστήριξε χθες, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ότι φεύγοντας οι δράστες φώναξαν στα θύματά τους τη φράση «φασίστες, κουφάλες θα πεθάνετε», ενώ απέδωσε σοβαρές ευθύνες στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως για το γεγονός ότι είχε αφήσει το κόμμα της Χ.Α. εντελώς απροστάτευτο, παρά τις εκλήσεις να υπάρχει διακριτική αστυνομική παρουσία στα γραφεία και τις εκδηλώσεις της.

Ολα τούτα, ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε ήταν μάλλον παραφωνίες στον ψύχραιμο τρόπο που αντέδρασε η πολιτική ηγεσία, η οποία, όπως όφειλε, προέταξε την ανάγκη η Αστυνομία –και εν προμειμένω η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία– να αφεθεί απερίσπαστη στον ρόλο της και να είναι εκείνη που θα εκδώσει πρώτη το πόρισμά της για το ποιοι ήταν οι δραστες και ποια τα –ούτως ή άλλως– παράλογα και αντεθνικά κίνητρά τους.

Τα ονόματα των δύο νεαρών που έχασαν τόσο άδικα τη ζωή τους έγιναν γνωστά χθες το πρωί. Πρόκειται για τον 22χρονο Εμμανουήλ Καπελώνη, που εργαζόταν σε εταιρεία του πατέρα του και τον 27χρονο Γιώργο Φουντούλη, υπάλληλο νυχτερινού κέντρου. Ο 29χρονος Αλέξανδρος Γέροντας που ήταν μαζί τους παραμένει βαρύτατα τραυματισμένος και είθε οι κάμερες που κατέγραψαν το αποτρόπαιο έγκλημα να βοηθήσουν την αστυνομία να οδηγηθεί γρήγορα στους δράστες...